Γιάννης Μηλιώκας

Γιάννης Μηλιώκας: «Είμαι 12 χρονών και μεγαλοδείχνω»

Μια κουβέντα με εξομολογητική διάθεση απο τον τραγουδιστή Γιάννη Μηλιώκα για το καλό μας!
Διαβάστηκε φορες
Τον Γιάννη Μηλιώκα δεν τον γνώριζα. Εννοώ δεν τον γνώριζα προσωπικά. Ανήκω στην γενιά που μεγάλωσαν ακούγοντας τη μουσική του. Κάπου εκεί στα μέσα των '80s το «Ποιμενικόν Rock» ακουγόταν παντού: στο ραδιόφωνο, στα πάρτι, στις disco (τα club ήρθαν αργότερα) στην τηλεόραση και μας έκανε κάθε φορά να γελάμε, πρώτα για την ιδιαίτερη προφορά και έπειτα για την ιστορία που έλεγε.

Είχα πάντα την επιθυμία να συνομιλήσω μαζί του. Τον θεωρούσα εμπνευσμένο τραγουδοποιό και ιδιαίτερο. Σε κάθε τραγούδι του βρίσκεις «κρυμμένα» στοιχεία, αρκεί να μην σταθείς μόνο στο αστείο και την πλάκα. 

Αφορμή για την κουβέντα μας θα ήταν οι προγραμματισμένες εμφανίσεις με τους «καινούργιους παιδικούς του φίλους» Γιάννη Γιοκαρίνη, Νίκο Ζιώγαλα, και Λάκη Παπαδόπουλο στον ιστορικό χώρο του Κυττάρου που δυστυχώς ακυρώθηκαν λόγω των έκτακτων μέτρων για την επιδημιολογική κρίση. Η κουβέντα μας όμως ευτυχώς δεν ακυρώθηκε και μου έδωσε την δυνατότητα να ανακαλύψω περισσότερα για τον άνθρωπο πίσω από τον καλλιτέχνη, έναν ισορροπημένο, ανήσυχο, αεικίνητο και σκεπτόμενο άνθρωπο με μια διαφορετική φιλοσοφία ζωής που μας έχει χαρίσει τραγούδια όπως το «Για Το Καλό Μου», το «Ευτυχώς Ή Δυστυχώς», το «Τακτοποιημένη», το «Μπαμπά Μην Τρέχεις» το «Ο Γιός Μου» και το «Ζητώ Συγγνώμη» το οποίο προσωπικά όποτε ακούω, δακρύζω.

Mix Grill: Να αρχίσω από τα παλιά: Θεσσαλονίκη (Ντεπό) και κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '60 ο μικρός Γιάννης Μηλιώκας έρχεται σε επαφή με μια κιθάρα. Καλά τα λέω; Έρωτας από το πρώτο άγγιγμα;

Γιάννης Μηλιώκας: Ήμουν δώδεκα χρονών. Το θυμάμαι σαν χθες. Ένα απόγευμα ο πατέρας μου γύρισε από την δουλειά και στα χέρια του είχε μια νάιλον σακούλα και μέσα υπήρχε μια χειροποίητη κιθάρα. Πιο παλιά ο πατέρας μου έπαιζε κιθάρα (όχι επαγγελματικά) αλλά το εγκατέλειψε όταν ήρθε η ώρα να κάνει οικογένεια. Έβγαλε την κιθάρα, την κούρδισε, έπαιξε ένα, δύο ακόρντα και άρχισε να κλαίει. Αυτό ήταν! Έρωτας με την πρώτη ματιά, με το πρώτο άκουσμα.

MG: Και σαν γνήσιος έφηβος αρχίζεις να φτιάχνεις ροκ σχήματα. Τι παίζατε τότε;

ΓΜ: Ό,τι έπαιζε το ραδιόφωνο και τα τζουκ-μποξ. Κάπου τότε, πρωτοάκουσα και το "Speedy Gonzales" που αργότερα έγινε «Κακοσάλεσι». Έτσι ξεκίνησα έφτιαξα ένα γκρουπ, δεύτερο, τρίτο...

MG: Μια στιγμή, γιατί αυτές οι γρήγορες αλλαγές;
 
ΓΜ: Εκείνη την περίοδο με απασχολούσε πολύ η μουσική και ήμουν πολύ επιμελής. Οι υπόλοιποι ήθελαν τα ...αποτελέσματα της μουσικής χωρίς βέβαια την ουσία της.

MG: Μιλάς για δόξα και γυναίκες να υποθέσω;

ΓΜ: (Γέλια) Ναι πιο πολύ τις γκόμενες αλλά χωρίς να υπάρχει μια σοβαρή και ελκυστική παρουσία για τα κορίτσια. Περισσότερο ήταν ηθοποιοί που υποδύονταν τους μουσικούς. Κι έτσι διέλυα τα παλιά και έφτιαχνα νέα γκρουπ. Έχω μάθει από παιδί και είμαι εργασιομανής. Δεν φτάνει το ταλέντο, η τύχη και η φιγούρα. Όλα θέλουν δουλειά. 

MG: Πότε ξεκινάει η περίοδος των λαϊκών μαγαζιών; Με τα θετικά και τα αρνητικά τους φαντάζομαι.

ΓΜ: Αφού δεν έβγαινε άκρη με τα γκρουπ, το επόμενο στάδιο ήταν αναγκαστικά τα λαϊκά μαγαζιά. Για δώδεκα συνεχόμενα χρόνια έπαιζα σε λαϊκά μαγαζιά. Στην αρχή του προγράμματος παίζαμε τα δικά μας, πιο μοντέρνα και μετά φυσικά λαϊκά. Κι αυτό γινόταν κάθε μέρα, πολλές φορές χωρίς ρεπό. Σε τρείς μήνες από τις συνεχείς επαναλήψεις είχα γίνει ένας πολύ καλός κιθαρίστας και με προτιμούσαν στην δουλειά. Το μεγαλύτερο όμως κέρδος που αποκόμισα και με καθοδήγησε στην περαιτέρω μουσική πορεία μου ήταν ότι αφού έμαθα να παίζω καλά και δεν κοιτούσα πια την κιθάρα μου, σήκωσα το κεφάλι κι άρχισα να παρατηρώ γύρω μου. Τους πελάτες, τους τραγουδιστές/τριες, τους σερβιτόρους, τους επιχειρηματίες. Κι όλο αυτό επί καθημερινής βάσης. Δεν νομίζω ότι υπήρξε μεγαλύτερο σχολείο απ' αυτό. Απ' όλο αυτό έγινα πιο σοφός. Ο οποιοσδήποτε βασικά θα αισθανόταν έτσι.

MG: Θυμάμαι από τα εφηβικά μου χρόνια όταν πρωτοεμφανίστηκες στη δισκογραφία ότι τα τραγούδια σου είχαν δύο αναγνώσεις: την πρώτη, της χαλαρής διάθεσης και του «χαβαλέ» και μια πιο διεισδυτική που έκρυβε κοινωνικό προβληματισμό, αναφορά σε ελληνικές παθογένειες και άλλα σοβαρά θέματα που προφανώς σε απασχολούσαν ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. Περνούσαν τα μηνύματα ή έμενε ο κόσμος στον «χαβαλέ»; 

ΓΜ: Θα ήταν τρομακτικό αν περνούσαν τα μηνύματα 100%. Πιστεύω ότι ένα 10% είναι υπεραρκετό, αν περάσει στη δεύτερη ανάγνωση, αν πραγματικά μπει στον κόπο να εισχωρήσει πέρα από την επιφάνεια. Είχα την τύχη να με αντιληφθεί ένα 30%. Βοήθησα, νομίζω, κι εγώ σ' αυτό. Υπάρχουν τραγούδια μου που μπορεί να αρέσουν ή να μην αρέσουν σε κάποιον. Δεν υπάρχει όμως τραγούδι μου που να μην καταλαβαίνει κάποιος τι θέλω να πω. Χρησιμοποιώ καθημερινές, τετριμμένες λέξεις ώστε να γίνομαι κατανοητός, όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες.

MG: Παράλληλα με τον προσωπικό ήχο που έχεις επιλέξει δισκογραφικά υπάρχει μέσα σου κάτι που σε δένει με το λαϊκό τραγούδι. Το «Μάνα Μου Παραστράτησα» που ακούγεται στην ταινία του Π. Τάσιου «Νοκ Άουτ» το 1986 είναι ένα λαϊκότροπο τραγούδι; Επίσης τα «Αρκετά Ερωτεύτηκα», «Δεν Θέλω Άλλο Παραμύθι», «Μια Εκδρομή» και "If You Know What I Mean" που είναι συνεργασίες με λαϊκούς καλλιτέχνες (Σ. Ρόκκος, Δ. Μητροπάνος, Γ. Μαργαρίτης) δεν θέλησες να εκφραστείς πιο λαϊκά αφού η σχέση υπήρχε;

ΓΜ: Και με την Ε. Βιτάλη και με τη Γλυκερία, σχεδόν σε κάθε δισκογραφική μου δουλειά είχα λαϊκά τραγούδια ή συνεργασίες με λαϊκούς καλλιτέχνες. Είχα δεχθεί μάλιστα και κάποια αρνητική κριτική όταν σε κάποιο δίσκο μου είχα ένα χασάπικο. «Πού το θυμήθηκε τώρα ο Μηλιώκας το χασάπικο» ή κάτι τέτοιο. Μετά από λίγο καιρό πολλοί καλλιτέχνες είχαν στους δίσκους τους χασάπικα. Η ενασχόληση μου όλη εκείνη την περίοδο των λαϊκών μαγαζιών μου έδειξε πως, όπως ισχύει παντού, σε κάθε επαγγελματικό χώρο, υπάρχουν αξιόλογοι άνθρωποι. Έτσι και στο λαϊκό τραγούδι. Έχω εισπράξει μεγάλη εκτίμηση από λαϊκούς καλλιτέχνες.

MG: Πολύς κόσμος δεν γνωρίζει τις άλλες σου καλλιτεχνικές δραστηριότητες: ζωγράφος (με τη δική σου γκαλερί μάλιστα τα παλιότερα χρόνια) συγγραφέας («Μαίανδρος: Η Άγνωστη Γυμναστική Των Αρχαίων Ελλήνων» από τις εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ). Τι επικρατεί μέσα σου περισσότερο;

ΓΜ: Αυτό είναι μια συνήθεια που απόκτησα από τα παιδικά μου χρόνια όπου έκανα αρκετά πράγματα ταυτόχρονα, εργαζόμουν από μικρό παιδί, σερβιτόρος στην ταβέρνα του παππού μου και παράλληλα το πρωί πήγαινα στο σχολείο μετά πιο μεγάλος πήγαινα στο μηχανουργείο του πατέρα μου και νυχτερινό σχολείο. Έτσι έμαθα να κάνω δυο πράγματα ταυτόχρονα. Αυτό με ακολουθεί ακόμα και σήμερα που προσπαθώ να κάνω... δέκα πράγματα ταυτόχρονα (γέλια). Έτσι τότε ήμουν ζωγράφος με την γκαλερί μου και κιθαρίστας το βράδυ. Δεν ασχολιόμουν ποτέ μόνο με ένα πράγμα. Τα πρώτα μου στιχάκια και αργότερα τραγούδια, τα έγραψα σε διαλλείματα που έκανα ανάμεσα στην ζωγραφική. Ένας φίλος μου, ζωγράφος, με είχε συμβουλέψει να κάνω ανά μία ώρα ζωγραφικής ένα διάλλειμα κι έτσι έκανα.

MG: Πώς ξαφνικά αποφασίζεις να αποσυρθείς από την «πιάτσα»; Να κάνεις μία παύση για 17 χρόνια; (δεν την λες και απλά παύση) Υπήρχαν προτάσεις που ίσως δεν σε κάλυπταν καλλιτεχνικά, οικονομικά;

ΓΜ: Επειδή, όπως σου είπα, εργάζομαι από πολύ μικρός, έχω αλλάξει 25 επαγγέλματα, έμαθα τον κόπο και τον μόχθο που απαιτείται για να βγουν τα χρήματα. Από το 1985 που μπήκα στη δισκογραφία έκανα αποταμίευση σαν να έχτιζα εκκλησία (γέλια) και είχα πάντα στο μυαλό μου ότι ο ελεύθερος χρόνος είναι κάτι που εξαγοράζεται. Έτσι μετά από επτά χρόνια αν θυμάμαι καλά το '92 –'93 με τελευταία μια συνεργασία με τον Β. Παπακωνσταντίνου στη «Σφεντόνα» είχα τα χρήματα που θεωρούσα ότι έφταναν να ζω ως φοιτητής, γιατί έτσι πάντα ζούσα, από έφηβος, με τα ίδια έξοδα, χωρίς υπερβολές και με λιγότερα μάλιστα έξοδα μεγαλώνοντας. Και αυτό το έκανα γιατί δεν άξιζα όλο αυτό το χειροκρότημα. Αισθανόμουν ντροπή γιατί χειροκροτούσαν τόσο πολύ κάποιους στίχους που έγραψα, όπως σου είπα προηγουμένως, στα διαλείμματα που έκανα ανάμεσα στη ζωγραφική. Δεν το άντεξε η ψυχή μου να μείνω και να κάνω τον επιτυχημένο όπως θέλει το σύστημα. Συγγνώμη, αλλά κάτι άλλο είναι για μένα επιτυχία, αξιοποίηση του μυαλού και ευτυχία. Φαντάστηκα ότι θα απουσιάσω πέντε χρόνια. Ήθελα να μελετήσω, να αναβαθμίσω τον εαυτό μου, ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο. Μάλιστα είχα διαβάσει εκείνη την περίοδο σε κάποια εφημερίδα για την άρνησή μου για κάποια συνεργασία με καλές απολαβές «Ακούστε πράματα, του Μηλιώκα του έδιναν τόσα χρήματα για να συνεργαστεί κι αυτός είπε: δεν μπορώ τώρα, μελετάω πιάνο». Πάντα ήθελα αυτό που κάνω να είναι το καλύτερο δυνατό. Αν άκουγα τις επιταγές της κοινωνίας θα παρέμενα στάσιμος. Ευτυχώς που ακούω εμένα και δεν μ' αφήνω σε χλωρό κλαρί. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην κάνω την αυτοκριτική μου. Προσπαθώ να αποστασιοποιηθώ από τη δουλειά μου ώστε να τη δω μέτρια και να την κάνω καλύτερη.

MG: Έχεις πει «Είμαι ρατσιστής με τους μαλάκες και το δηλώνω» ισχύει ακόμα; 

ΓΜ: (Γέλια) Ναι, το έχω πει. Μ’ έχει σταματήσει κάποια στιγμή σε ένα μπλόκο στο δρόμο ένας μπάτσος , ένα όργανο και ελέγχει τα χαρτιά μου (άδεια – δίπλωμα - ασφάλεια) όλα εντάξει, πράγμα που μάλλον δεν του αρέσει και αρχίζει: «Έχουμε τίποτα περίεργο στο πορτμπαγκάζ; Έχουμε τίποτα περίεργο στο ντουλαπάκι;» Ντε και καλά να βρει ναρκωτικά ή ό,τι άλλο. Ψάξανε όσο επέτρεπε η αγένεια και χρόνος τους και αφού δεν βρήκαν τίποτα, μου λέει ο μπάτσος, το όργανο « Δεν μας γουστάρεις, Μηλιώκα, εμάς». Του απαντώ «Δεν έχω πρόβλημα με κανένα... με τους μαλάκες τα 'χω. Είμαι ρατσιστής με τους μαλάκες». Ήταν μια επιτυχής διατύπωση και την κράτησα. (Γέλια) Είμαι όντως ρατσιστής μ' αυτούς. Δεν χαίρομαι, αλλά δυστυχώς υπάρχουν.

MG: Ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος στη ζωή και στη καριέρα σου;

ΓΜ: Εάν ξαναγεννιόμουν δεν θα έπαιρνα σοβαρά γνώμες και συμβουλές άλλων και να τις υλοποιήσω. Θα έβαζα την κεφάλα μου να σκεφτεί τι θέλω εγώ. Άκουσα ιδέες και γνώμες άλλων, μπήκα σε αχαρτογράφητα νερά, ταλαιπωρήθηκα και σε προσωπικό και σε επαγγελματικό επίπεδο. Βέβαια στην τελική δεν έπαθα κάτι και... γυμνάστηκα εξαιρετικά. Και ξεκίνησα δειλά δειλά να υλοποιώ τις δικές μου ιδέες.

MG: Μια ερώτηση που θα ήθελες να απαντήσεις και που ποτέ δεν έγινε;

ΓΜ: Θα ήθελα να με ρωτήσουν πως αισθάνομαι και τι είναι για μένα ζωή;

MG: Οπότε ετοιμάσου για την επόμενη ερώτηση. Πως αισθάνεσαι και τι είναι για σένα ζωή;

ΓΜ: Έχω αντιληφθεί ότι συγκριτικά με τους γύρω μου είμαι πολύ παρατηρητικός. Κι εφόσον παρατηρώ κάποια πράγματα δεν μπορώ να κάνω ότι δεν τα είδα. Από την πορεία μου, δεν εννοώ την καλλιτεχνική, είδα ότι δύο πράγματα σε βοηθούν να καταλάβεις το μεγαλείο της ζωής. Ένα από αυτά είναι η γλώσσα, για την οποία κουράστηκαν πολλοί μεγάλοι δάσκαλοι χιλιάδες χρόνια πριν από μας. Και δυστυχώς την κακοποιούμε, οι περισσότεροι σήμερα. Επίσης, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι το σώμα μας, που κατά βάση το ταλαιπωρούμε, είναι ένα θαύμα. Ένας εκπληκτικός μηχανισμός. Έχοντας αυτή τη γνώση μου είναι δύσκολο να στεναχωρηθώ και να μιζεριάσω γιατί ακρίβυνε το πετρέλαιο ή γιατί δεν φοράει ο κόσμος μάσκες που είναι και επίκαιρο. Είμαι εδώ. Παίζω, γελάω, καλαμπουρίζω και δεν υπάρχει κανένας λόγος να σοβαρευτώ γιατί δεν υπάρχει κανένας σοβαρός να με  πείσει γι' αυτό. Οι περισσότεροι προσποιούνται ότι ζουν αλλά δεν είναι έτσι.

Λάκης-Παπαδόπουλος-Γιάννης-Μηλιώκας-Νίκος-Ζιώγαλας-Γιάννης-Γιοκαρίνης

MG: Τα τελευταία χρόνια βρίσκεσαι σταθερά επί σκηνής με τους «καινούργιους παιδικούς σου φίλους» (Γιάννη Γιοκαρίνη, Νίκο Ζιώγαλα, και Λάκη Παπαδόπουλο). Τι γίνεται μ’ αυτήν την παρέα;

ΓΜ: Δεν ξέρω αν και «τα παιδιά» ήταν προετοιμασμένα να ζήσουν αυτή την ατμόσφαιρα με μένα. Ήταν μια ιδέα και ανάγκη δική μου να συνεργαστούμε. Σίγουρα είμαστε ευτυχισμένοι που παίζουμε παρέα μουσική. Είναι άνθρωποι που γράφουν περίπου την ίδια μουσική με μένα, που έχουν περίπου την ίδια οπτική για τη ζωή. Είναι σαν να βγαίνουμε να παίξουμε μπάλα στην πλατεία, όπως όταν ήμασταν παιδιά. Και επειδή είναι τέτοια η διάθεσή μου, τους την έχω μεταδώσει και δεν υπήρξε καμιά δυσκολία. Είναι απίστευτα ίδιο, αυτό που γίνεται επί σκηνής, μ' αυτό που γίνεται στα καμαρίνια.

MG: Υπάρχει κάποια αστεία ιστορία που θα ήθελες να μοιραστείς με τους αναγνώστες του Mix Grill από την μέχρι τώρα συνεργασία σας;

ΓΜ: Δεν ξέρω αν πρέπει να τους εκθέσω (γέλια). Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να σκεφτώ και να ξεχωρίσω κάτι συγκεκριμένο. Σε γενικές γραμμές κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλο. Κι αυτό γίνεται παντού: και στα παρασκήνια και επί σκηνής και στο βαν όταν παίζουμε εκτός Αθηνών, στο ξενοδοχείο, στο φαγητό. Υπάρχει ένα διαρκές καλαμπούρι. Αλλά το πιο βασικό είναι ότι είμαστε φίλοι.




Ευχαριστώ τον φίλο Βασίλη για την βοήθεια!!!

Αξιολόγηση
Βαθμολογήστε το άρθρο
9,3 / 10 (σε 3 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα