Περίπου πριν από έναν χρόνο, φόρτωσα ένα σακίδιο και ξεκίνησα για ένα ταξίδι που ονειρευόμουν από παιδί. Προορισμός το Νεπάλ και πιο συγκεκριμένα η οροσειρά των Ιμαλαίων ώστε να πεζοπορήσω σε ένα από τα δεκάδες μονοπάτια της περιοχής. Αυτό το άρθρο, όμως, δεν αφορά το πεζοπορικό κομμάτι, αλλά την πρωτεύουσα αυτής της ορεινής χώρας: την Κατμαντού, μία πραγματικά rock πόλη.
Θορυβώδης, χαώδης, αλλά συνάμα πολύχρωμη και ζωντανή, η πρωτεύουσα του Νεπάλ βρίσκεται σε υψόμετρο 1.400 μέτρων και κατοικείται από 1.376.000 ανθρώπους. Το πρωί η πόλη είναι είναι φασαριόζικη. Άπειρα δίκυκλα, αλλά και πεζοί στους δρόμους. Κόρνες, φωνές και μυρωδιές. Άνθρωποι σου χαμογελούν ενώ περιπλανιέσαι, σε σταματούν και σε ρωτούν από πού έρχεσαι, προσπαθούν να σου πουλήσουν υπηρεσίες ή πράγματα. Από κασμίρ μέχρι συνοδεία στο βουνό ή και απαγορευμένες ουσίες. Άσχετα, όμως, από τις τρελές τους ικανότητες στις πωλήσεις (ξέρουν να βρίσκουν τα κουμπιά σου και ψοφάνε για παζάρια), οι Νεπαλέζοι είναι ιδιαίτερα φιλικοί και έχουν άπειρες γνώσεις για τον δυτικό κόσμο.
Από τα μισά του 20ού αιώνα, η πόλη έγινε σημείο συνάντησης για τους χιλιάδες ορειβάτες που περπατούν και σκαρφαλώνουν τους γίγαντες των Ιμαλαίων. Οι ντόπιοι εκμεταλλευθήκαν αυτή την «τουριστικοποίηση» και εισήγαγαν πολλά δυτικά στοιχεία χωρίς όμως να χάσουν την ταυτότητά τους. Έτσι, αυτό που αντικρίζει κάποιος στην Thamel, το τουριστικό κέντρο της πόλης, αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας, είναι ένας μοναδικός συνδυασμός νεπαλέζικου και δυτικού στοιχείου. Το φαγητό, ο τρόπος διασκέδασης και οι συνήθειες κυρίως των νέων είναι αυτό το μοναδικό υβρίδιο. Πίτσες με τοπικά υλικά (οι καλύτερη που έχω φάει μετά την Ιταλία), μπέργκερ με τυρί από γιακ, τοπικές μπύρες με ευφάνταστα ονόματα (π.χ. "Everest"), μπαράκια με νεπαλέζικη αισθητική, όπου η playlist ισορροπεί μεταξύ τοπικής και mainstream μουσικής.
Θα σταθώ στο κομμάτι της νυχτερινής ζωής καθώς παρότι την έζησα ελάχιστα, μου έκανε πραγματικά εντύπωση. Οι νέοι Νεπαλέζοι είναι γλεντζέδες παρά τη φτώχεια που μαστίζει τη χώρα, τραγουδούν δυνατά ό,τι τραγούδι παίζει ο DJ, πίνουν αρκετά (αν και πιο ελαφριά ποτά), πιάνουν πάντα την κουβέντα στους ξένους, λατρεύουν τα καραόκε αλλά κυρίως τα lives.
Και ναι, στο μακρινό Νεπάλ, σβησμένο από τον παγκόσμιο συναυλιακό χάρτη, η δίψα για συναυλίες είναι μεγάλη. Μάλιστα εγώ παραβρέθηκα τελείως τυχαία σε μία ζωντανή εμφάνιση μιας φοιτητικής μπάντας το τελευταίο βράδυ της παραμονής μου στη χώρα. Θέλοντας να ζήσουμε λίγο τη νυχτερινή Κατμαντού αποφάσισα μαζί με ένα Σουηδό και έναν Τσέχο συνοδοιπόρο να επισκεφτούμε μερικά τοπικά bars. Το τελευταίο που πήγαμε ήταν αρκετά μεγάλο με μία σκηνή όπου τα όργανα ήταν στημένα. Πριν βγει το συγκρότημα ο DJ έπαιζε ένα αχταρμά από Arctic Monkeys, Ariana Grande και... Scorpions. Απολαμβάναμε τις μπύρες μας όταν ξαφνικά οι νέοι καλλιτέχνες βγήκαν στη σκηνή και ξαφνικά από κάτω έγινε χαμός. Ο κόσμος συγκεντρώθηκε αμέσως μπροστά στο stage και το live ξεκίνησε. Τo set άρχισε ως νεπαλέζικο metalcore, ενώ μετά τα παιδία το γύρισαν σε διασκευές rock κομματιών για να κλείσουν τελικά με το "Living On A Prayer" από Bon Jovi, όπου έγινε ο απόλυτος χαμός. Πραγματικά έμεινα έκπληκτος τόσο από την επιλογή των τραγουδιών (και τον παράξενο συνδυασμό) όσο και από την ανταπόκριση του κοινού. Όταν γύρισα πλέον πίσω στην Αθήνα και έκανα μια μικρή έρευνα, διαπίστωσα ότι υπάρχει μια πολύ μεγάλη και σημαντική Metal underground σκηνή στο Νεπάλ.
Υποδομές καλές δεν υπάρχουν. Η ενασχόληση με τη μουσική θεωρείται προνόμιο των μεσαίων και πάνω κοινωνικών στρωμάτων, ενώ μέχρι και πριν λίγα χρόνια οι έχοντες μαλλιά άνδρες συχνά κουρεύονταν από αστυνομικούς δημοσίως ή ακόμα και φυλακίζονταν. Ευτυχώς οι καιροί έχουν αλλάξει και σχεδόν μια δεκαετία τώρα στην Κατμαντού έχει το δικό του metal festival με δυτικά standards. Το όνομα αυτού, "Silence Festival" το οποίο πραγματοποιείται κάθε Δεκέμβρη. To φεστιβάλ μπορεί να είναι μικρό, αλλά έχουν γίνει τεράστιες προσπάθειες από τον ιδρυτή του, Bikrant Shestra, ο οποίος έχει επενδύσει πολύ χρήμα και χρόνο και μόλις πέρυσι κατάφερε να φέρει το πρώτο διεθνές όνομα, τους Αμερικάνους "Testament".
Πλέον ένα είναι το μόνο σίγουρο. Όταν ξαναεπισκεφτώ το Νεπάλ, θα το συνδυάσω έτσι ώστε να παραβρεθώ στο "Slinence Festival". Μέχρι τότε θα με συντροφεύουν οι αναμνήσεις από εκείνο το rock 'n' roll βράδυ στη μακρινή και ξεχωριστή πρωτεύουσα.
Περισσότερα για το Silence Festival εδώ.
Διαβάστε στην Guardian μια ανταπόκριση του περσινού φεστιβάλ.
Φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του συντάκτη.