Τις προηγούμενες εβδομάδες ο Μιχάλης Τσαντίλας αναφέρθηκε σε άρθρα του στο ανεκπλήρωτο χρέος του εγχώριου μουσικού τύπου, που δεν είναι άλλο από την κάλυψη της σύγχρονης ελληνικής δημιουργίας. Λίγο νωρίτερα, ο Λεωνίδας Καλμούκος έθετε προβληματισμούς για το μουσικό ραδιόφωνο. Κάπου ανάμεσα στα δύο αυτά θέματα βρίσκεται και ένα τρίτο: η σημερινή κατάσταση του Δεύτερου Προγράμματος της ΕΡΤ και ο ρόλος του μέσα στην κοινωνία και για την κοινωνία. Ικανοποιείται αυτός ο ρόλος στην παρούσα μορφή του; Αν όχι, τι μπορει να αλλάξει για να επιτευχθεί;
Πριν καταπιαστούμε με το πώς είναι σήμερα και πώς μπορεί να βελτιωθεί, στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου σήμερα θα παρουσιάσουμε μερικές σκέψεις για το πώς πιστεύουμε πως θα έπρεπε να είναι το Δεύτερο Πρόγραμμα, κάποιες ιδέες που θα έπρεπε να διέπουν τη λειτουργία και τους στόχους του.
Το ραδιόφωνο αυτό, το μοναδικό (ας εξαιρεθεί το επίσης σημαντικό Τρίτο Πρόγραμμα που καταπιάνεται κυρίως με την αποκαλούμενη κλασική μουσική) μουσικό ραδιόφωνο πανελλαδικής εμβέλειας με κάλυψη σε ακριτικά χωριά σε βουνό ή θάλασσα, οφείλει να εκφράζει ολόκληρη την κοινωνία. Να απευθύνεται στα μέλη της κοινωνίας ως ακροατές και να πηγάζει από αυτήν, προβάλλοντας τους καλλιτέχνες που δραστηριοποιούνται εντός της. Να φέρνει στο παρόν το παρελθόν της ελληνικής μουσικής και να νοιάζεται για το μέλλον όσων δημιουργούνται σήμερα. Να καλλιεργεί ανθρώπους που ακούνε. Να πασχίζει να χωρέσει στις ώρες της ημέρας και τις μέρες του μήνα τον δύσκολο ρόλο του να πληροφορεί, να (εκ)παιδεύει και να ψυχαγωγεί.
Ένα τέτοιο ραδιόφωνο είναι λογικό και θεμιτό να διαμορφώνει το πρόγραμμά του ώστε να προσαρμόζεται στα όσα είμαστε και δεν είμαστε εμείς τα δέκα-κάτι εκατομμύρια, αλλά όχι να το κάνει με κριτήρια ακροαματικότητας. Αναμφίβολα, η πλειονότητα των ακροατών του είναι στα «άντα» και πάνω. Ωστόσο, αν η δημογραφική κατανομή των ακροατών αποτελεί κριτήριο για το τι θα μεταδίδεται τότε σύντομα η κατανομή αυτή θα κυριαρχείται ακόμα περισσότερο από τις μεγαλύτερες ηλικίες και θα συνεχίσει να αποκλείει τους εφήβους. Συνεπώς, είναι λογικό μουσικές πριν από το 2000 να κυριαρχούν, όπως επιβάλλει η συλλογική μνήμη της κοινωνίας στην οποία μπορεί να βασιστεί για να επιδιώξει τον τριπλό στόχο που προανέφερα. Όχι, όμως, να κυριαρχούν στο βαθμό που γίνεται σήμερα, απλώς επειδή οι περισσότεροι ακροατές αισθάνονται οικεία με τον Χατζιδάκι και τον Ξυλούρη. Αντίστοιχη σημασία πρέπει να δίνεται στο περιεχόμενο - είτε τραγούδι, είτε γενικότερα εκπομπές - για παιδιά, τα οποία απορροφούν μεν πολλές ώρες περιεχομένου καθημερινά, αλλά πολύ σπάνια το κάνουν αποκλειστικά με την ακοή, κάτι που γίνεται ιδανικά με το ραδιόφωνο. Τέλος, υπάρχουν και οι άνθρωποι εκείνοι που για ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής τους άκουγαν μόνο αυτό που σήμερα λέμε παραδοσιακή μουσική. Το ραδιόφωνο, και ιδιαίτερα το Δεύτερο Πρόγραμμα, είναι για πολλούς γηραιότερους η μοναδική συντροφιά, με εξέχουσα σημασία που δεν χωράει να αναλυθεί εδώ, ο ρόλος της οποίας δεν πρέπει να ξεχνιέται.
Το δημόσιο μουσικό ραδιόφωνο οφείλει να εκπέμπει σκεπτόμενο και τους μουσικούς, φτασμένους και εκκολαπτόμενους, που είναι μέρος του ακροατηρίου. Οι μουσικοί αυτοί έχουν ανάγκη να ακουστούν και έχουν ανάγκη να ακούσουν άλλους ομότεχνούς τους που ζουν και δρουν στο ίδιο πηγάδι. Μέχρι να λιώσουν οι κεραίες θα ακούγονται ο Τσιτσάνης και η Βιτάλη, πολύ σωστά θα γίνεται αυτό, αλλά κανένας αλγόριθμος δεν θα μας προτείνει τον καινούργιο δίσκο του Νίκου Χρηστίδη, του Θοδωρή Σμπιλή, του Θάνου Σταυρίδη ή της Sophie Lies. Τα τραγούδια που γράφονται εδώ και τώρα πρέπει να είναι αναπόσπαστα εργαλεία ενός τέτοιου ραδιοφώνου στην προσπάθεια εκπλήρωσης των στόχων του. Αντίστοιχα με το προηγούμενο ηλικιακό παράδειγμα, τα καινούργια τραγούδια σε όλο τους το εύρος οφείλουν να βρίσκονται πλάι στα παλιά. Όχι για να συγκριθούν, κάτι τέτοιο είναι ανούσιο, αλλά επειδή, μεταξύ άλλων, σύντομα θα γίνουν τα «παλιά» τραγούδια των σημερινών νέων, ενδεχομένως ερήμην του ραδιοφώνου. Διαφορετικά δεν θα υπάρχουν πια πολλά «παλιά» τραγούδια που να αγαπιούνται ευρέως. Και τότε ένα τέτοιο ραδιόφωνο είτε δεν θα έχει τι να παίξει είτε δεν θα έχει ακροατές. Ή και τα δύο. Εκτός αν είστε της άποψης πως θα είναι πολλοί όσοι γεννήθηκαν αυτόν τον αιώνα και στα πενήντα τους θα ακούνε μόνο Καζαντζίδη και Μοσχολιού.
Το ραδιόφωνο αυτό, που φωτίζει το παρελθόν και παρουσιάζει το παρόν ώστε να έχει μέλλον, έχει στη διάθεσή του διάφορα μέσα για να μπορέσει να μεταδώσει πληροφορίες στο κοινό του, να το μορφώσει και να το βοηθήσει να χαλαρώσει ή να διασκεδάσει ένα βράδυ. Πέρα από τα τραγούδια, σημαντικό κομμάτι αποτελεί το ραδιοφωνικό θέατρο, παιδικό και μη, που πέρα από την προσφορά στο κοινό μπορεί να εκφράσει μια ολόκληρη κατηγορία ηθοποιών και συνθετών που βρίσκεται στο περιθώριο. Αφήνουμε για μια άλλη συζήτηση αν κάποια από τα παραπάνω, όπως π.χ. το ραδιοφωνικό θέατρο, μπορούν να επεκταθούν ή να μεταφερθούν στο Τρίτο Πρόγραμμα.
Αφήνουμε επίσης για επόμενο άρθρο, που θα ακολουθήσει σύντομα, το πώς βλέπουμε - ή, καλύτερα, ακούμε - το Δεύτερο Πρόγραμμα σήμερα. Εκεί θα ασχοληθούμε με κάποια από τα θετικά του, ορισμένα από τα προβλήματα διακρίνονται στην υπάρχουσα κατάσταση και μερικούς τρόπους για να προσεγγιστούν οι ιδέες που παρουσιάστηκαν παραπάνω. Μην το χάσετε... γιατί θα χάσετε!