deuteroProgramma

Το Δεύτερο σήμερα και πώς μπορεί να βελτιωθεί αύριο

Τα τελευταία χρόνια, το Δεύτερο Πρόγραμμα έχει ζωντανή ροή εκπομπών από τις 6:00 μέχρι τα μεσάνυχτα, με μουσικές επιλογές παραγωγών να γεμίζουν το ενδιάμεσο νυχτερινό κενό. Καταγράφουμε τα σημαντικότερα από όσα δεν μας αρέσουν στη σημερινή κατάσταση και αφήνουμε μερικές ιδέες για το πώς μπορεί το δημόσιο μουσικό ραδιόφωνο να γίνει καλύτερο. Καλύτερο για όλους μας.

Διαβάστηκε φορες

Την προηγούμενη εβδομάδα γράψαμε για το ανεκπλήρωτο χρέος του Δεύτερου Προγράμματος της ΕΡΤ που θα μπορούσε να συνοψιστεί στο να πληροφορεί, να (εκ)παιδεύει και να ψυχαγωγεί την κοινωνία και να στηρίζει τη σύγχρονη ελληνική μουσική παραγωγή. Στο σημερινό δεύτερο μέρος κρατάμε τις ιδέες αυτές στην άκρη και ασχολούμαστε με το πώς αντιλαμβανόμαστε το Δεύτερο Πρόγραμμα σήμερα και με μερικές καταστάσεις που δυσχεραίνουν την υλοποίηση των παραπάνω ιδεών, έστω και τμηματικά.

Τα τελευταία χρόνια, το Δεύτερο Πρόγραμμα έχει ζωντανή ροή εκπομπών από τις 6:00 μέχρι τα μεσάνυχτα, με μουσικές επιλογές παραγωγών να γεμίζουν το ενδιάμεσο νυχτερινό κενό. Στην ομάδα των παραγωγών βρίσκονται εκλεκτοί άνθρωποι του χώρου οι οποίοι κάνουν εδώ και χρόνια εκπομπές με ενδιαφέρον και απήχηση, μαζί φυσικά με νεότερους παραγωγούς. Νεότερους σε ραδιοφωνική εμπειρία, κυρίως, μιας και καμία από τις φωνές που ακούμε δεν είναι κάτω των 30. Αυτό καθορίζει, χοντρικά και με πολλές εξαιρέσεις σαφώς, το περιεχόμενο που βγαίνει στον αέρα. Περιεχόμενο που μπορεί να βελτιωθεί, παρά τις λαμπρές εξαιρέσεις του.

Η παραπάνω ηλικιακή κατηγορία αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο μέρος του ακροατηρίου του, κάτι που μας οδηγεί στο πρόβλημα με την κότα και το αυγό. Μεσήλικες επιλέγονται για να απευθυνθούν με λόγια και τραγούδια σε μεσήλικες. Το πρόβλημα δεν ξεκινά όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλά όταν συμβαίνει κυρίως αυτό, κάνοντας το πρόγραμμα του Δεύτερου Προγράμματος να ακούγεται απαρχαιωμένο σε περιεχόμενο, ανίκανο να ικανοποιήσει ή έστω να απευθυνθεί σε διαφορετικές κατηγορίες ακροατών. Υπάρχουν φυσικά εξαιρέσεις, αλίμονο, αλλά κάθε άλλο παρά αρκούν για να αλλάξουν τη συνολική εικόνα. Στις εξαιρέσεις αυτές δεν συμπεριλαμβάνω την πρόσφατη εξαιρετική προσθήκη της απογευματινής ωριαίας «ζώνης καλλιτεχνών». Με αυτή σκοπεύω να καταπιαστώ σε επόμενο άρθρο. Αναφέρομαι σε σταθερούς παραγωγούς της ΕΡΤ που προσπαθούν να διευρύνουν όσα ακούγονται, είτε είναι καινούργια είτε (πολύ) παλιά. Αρκούν όμως;

Ευθέως και δίχως αμφιβολία, όχι. Δεν αρκούν. Πόσοι εικοσάρηδες γνωρίζουν και ακούν συνειδητά το Δεύτερο Πρόγραμμα; Θα σκεφτείτε «πόσοι ακούνε ραδιόφωνο γενικά στις μέρες μας», αλλά ακόμα και αυτή είναι μία από τις ευθύνες της δημόσιας ραδιοφωνίας. Δεν πιστεύουμε πως είναι ένα ξεπερασμένο, ρομαντικό μέσο το ραδιόφωνο. Πόσοι μεγαλύτεροι μπορούν να ακούσουν ακόμα μία ώρα με παλιά λαϊκά τραγούδια; Δεν εννοούμε ότι πρέπει να σταματήσει να μεταδίδει τραγούδια του Ζαμπέτα ή του Σαββόπουλου και να πήξουμε στην Μποφίλιου. Έχει χρέος, όμως, το Δεύτερο Πρόγραμμα να στηρίξει και να προβάλλει τη σύγχρονη ελληνική μουσική, παράλληλα με όσα έχουν γίνει στο παρελθόν, σπουδαία και μη. Το σημερινό δημόσιο ραδιόφωνο όμως δεν θέλει να το κάνει αυτό και οι κύριοι λόγοι είναι πολιτικοί και οικονομικοί.

Πολιτικοί λόγοι δεν του επιτρέπουν να εξελιχθεί σε ένα πραγματικά πολιτιστικό ραδιόφωνο επειδή καθετί πολιτιστικό και ειδικά προσβάσιμο, καθολικό και άμεσο όπως το ραδιόφωνο, έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς ενός περισσότερο ή λιγότερο συντηρητικού κράτους., Πάντως, το πολιτικό αποτύπωμα του Δεύτερου Προγράμματος είναι σταθερά προοδευτικό, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με τις υπόλοιπες εκφάνσεις της δημόσιας ραδιοφωνίας και τηλεόρασης. Μπορεί να ακούγονται φωνές που διαφοροποιούνται ή κατακρίνουν την εκάστοτε κυβερνητική αφήγηση. Αυτό είναι ένα πράγμα (θετικό). Ένα άλλο πράγμα είναι η εις βάθος πολιτιστική καλλιέργεια και η προσφορά ακόμα περισσότερων ερεθισμάτων σε μεγάλο μέρος του ακροατηρίου.

Αντίστοιχα, μπορεί το οικονομικό όφελος να μην είναι το πρωταρχικό μέλημα, αλλά μοιάζει αρκετά σημαντικό ώστε να επηρεάζει το πρόγραμμα. Το Δεύτερο Πρόγραμμα διατηρεί χορηγίες επικοινωνίας σε διάφορες εκδηλώσεις και, φυσικά, μεταδίδει διαφημίσεις, συνήθως με στόχευση το κοινό των «άντα» που προαναφέρθηκε. Μπορεί από τη μία το ραδιόφωνο αυτό να έχει αποφύγει τη μάστιγα της κλειστής playlist - που λόγω της δημόσιας φύσης του θα διέγειρε και θέμα λογοκρισίας - αλλά μοιάζει να έχει δημιουργήσει μια αντίστοιχη φούσκα τεχνητά. Ένας αγώνας για επιβίωση - ή και κυριαρχία - στη διαφημιστική πίτα ή το μερίδιο ακροαματικότητας είναι ένας αγώνας που καμία φούσκα, playlist ή άλλη, δεν κέρδισε ποτέ. Αν τα ποσοστά ακροαματικότητας για ορισμένα τέτοια μέσα σάς φαίνονται υψηλά, μην ξεχνάτε πως τα ποσοστά είναι πάντα ποσοστά και αθροίζονται στο 100%. Το γεγονός όμως ότι μικραίνει αυτό το σύνολο δεν είναι άμεσα φανερό. Σε κάθε περίπτωση, με όποιους όρους ή βλέψεις κι αν διεξάγεται αυτός ο αγώνας στην αγία, αυτορυθμιζόμενη αγορά, παραμένει ένας αγώνας στον οποίο ένα ραδιόφωνο σαν το Δεύτερο Πρόγραμμα δεν έχει καμία θέση. Ο αγώνας του (πρέπει να) είναι να πληροφορεί, να (εκ)παιδεύει και να ψυχαγωγεί την κοινωνία από την οποία πηγάζει.

Τι πιστεύουμε πως μπορεί να γίνει καλύτερα

Οι όποιες αλλαγές δεν θα έρθουν από τη μία μέρα στην άλλη και χρειάζεται αρκετός χρόνος και κόπος για να γίνει μια τέτοια προσπάθεια τόσο λειτουργική όσο και αποδεκτή. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν οφείλει να γίνει άμεσα. Και τι μπορεί να γίνει άμεσα; Να επιβληθεί ποσόστωση στον αριθμό των εγχώριων μουσικών που παίζονται; Είναι μια άλλη - μεγάλη - κουβέντα αυτή, αλλά μάλλον είναι και μια αρχή. Ίσως, το πρώτο βήμα να πρέπει να είναι η δημόσια διάθεση δεδομένων που αφορούν το τι (δεν) παίζει η ΕΡΤ σε όλα της τα προγράμματα. Για ενημέρωση, για (αυτο)κριτική και για να μας φύγει και η απορία... Είναι τελικά ο Χατζιδάκις ή ο Θεοδωράκης ο καλλιτέχνης με τις περισσότερες μεταδόσεις;

Η φαινομενικά εύκολη πρώτη αλλαγή αφορά τα μικρόφωνα και, κατ' επέκταση, τις μουσικές που επιλέγονται. Η ποικιλία των παραγωγών οφείλει να πλησιάσει περισσότερο την ποικιλία της κοινωνίας. Το πρώτο σημείο, που αναφέρθηκε και νωρίτερα, είναι η ηλικία. Θα έπρεπε η δημόσια ραδιοφωνία να συμπεριλαμβάνει νεαρούς παραγωγούς - εικοσάρηδες - στο πρόγραμμά της; Σαφώς ναι. Δεν τίθεται ούτε θέμα ανυπαρξίας άξιων παραγωγών σε λόγο και μουσικές γνώσεις, ούτε θέμα έλλειψης εμπειρίας. Μια σύντομη βόλτα σε μερικά διαδικτυακά ραδιόφωνα (ή και σε ιδιωτικά των FM) απομακρύνει τέτοιους ενδοιασμούς. Άλλωστε, ο Γιώργος Παπαστεφάνου μπήκε στην ΕΡΤ πριν από τα 20 του και ο Γιάννης Πετρίδης δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος όταν ξεκίνησε τη δική του τρελή πορεία, που ακόμα συνεχίζεται μετά από όλα αυτά τα χρόνια.

Η ηλικία των παραγωγών, βέβαια, δεν παίζει αποκλειστικό ρόλο στο περιεχόμενο της εκπομπής. Είναι χρέος του παραγωγού, στο ρόλο του δημοσιογράφου, να δημιουργήσει την εκπομπή όπως αρμόζει στο πρόγραμμα και τη συνολική στόχευση του μέσου, ή και να ξεφύγει από αυτήν μέσα στη διαρκή διαδικασία εξέλιξης και βελτίωσης. Το χρέος αυτό μπορεί να επιτευχθεί, ευκολότερα ή δυσκολότερα, ανεξάρτητα ηλικίας. Παρόλα αυτά, ένας τριαντάρης μπορεί να έχει πρόσβαση στην πληροφορία για το τι γινόταν μουσικά το 1980 και μπορεί πολύ εύκολα πλέον να υποστηρίξει σχετικά αφιερώματα, αλλά δεν έχει την εμπειρία να τα έχει ζήσει και τη βαθιά γνώση που προκύπτει από αυτήν και από την πολυετή ενασχόληση. Αντίστοιχα, είναι λιγότερο πιθανό ένας πενηντάρης να ιδρώσει σε συναυλία του ΛΕΞ και να ταυτιστεί με όσα ουρλιάζουν πολλά δεκαεφτάχρονα παιδιά σε αντίστοιχες συναυλίες και όχι μόνο. Συνεπώς, η ηλικιακή ποικιλία των παραγωγών είναι θεμιτή, πέρα από απαραίτητη, για να επιτευχθούν όσα παρουσιάστηκαν παραπάνω.

Παράλληλα με την ηλικία, ένας σημαντικός παράγοντας στη συνολική αντιμετώπιση της μουσικής που εν τέλει θα επηρεάσει και το ύφος μιας εκπομπής αποτελεί η καταγωγή και η διαμονή του παραγωγού. Αλλιώς έχει μάθει τη μουσική ένας Αθηναίος και αλλιώς μια Γρεβενιώτισσα. Την έχουν μελετήσει διαφορετικά και έχουν διαφορετικά βιώματα. Διαφορές που μπορούν να αγγίξουν πιο εύκολα το ετερόκλητο κοινό που συντονίζεται καθημερινά. Ακόμα και η ίδια η γλώσσα έχει (μικρές) διαφορές που θα παίξουν τον ρόλο τους στο να φέρουν το κοινό πιο κοντά. Όχι απλά το γεγονός ότι κάποιοι άκουγαν συγκεκριμένα τραγούδια στο οικογενειακό αυτοκίνητο και άλλοι στις συναυλίες παρουσίασης των δίσκων. Τίθεται, έτσι, ο προβληματισμός για το αν πρέπει όλοι και όλες οι παραγωγοί του Δευτέρου να κατοικούν στην Αθήνα και, δευτερευόντως, αν ο τόπος που μεγάλωσαν μπορεί - ακόμα και νομικά - να είναι κριτήριο για την επιλογή τους. Από την άλλη, εφόσον η τεχνολογία το επιτρέπει, γιατί ο τόπος διαμονής να αποτελεί τέτοιο κριτήριο; Αγγίζουμε το πρόβλημα του αθηνοκεντρισμού εδώ, που είναι κραυγαλέο σε πολλές εκφάνσεις του προγράμματος (και όχι μόνο), ακόμα και στο σήμα που αναφέρει τη συχνότητα της Αττικής.

Ακόμα και με το υπάρχον προσωπικό, όμως, η σύγχρονη παραγωγή περνάει και μόλις που ακουμπάει τον αέρα του Δεύτερου. Υπάρχει επίσημη επικοινωνία των ελληνικών δισκογραφικών - ανεξαρτήτου μεγέθους και ύφους - με το δημόσιο ραδιόφωνο ή αρκεί η ανταλλαγή email με δελτία τύπου και οι προσωπικές επαφές των παραγωγών; Τι γίνεται με τις ανεξάρτητες κυκλοφορίες; Δεν περιμένω να ξεθαφτούν οι θησαυροί του Bandcamp στα 90 MHz (103,7 εννοώ, αγαπητοί Αθηναίοι), αλλά, ό,τι και να κάνουμε, ένα σημαντικό κομμάτι της φρέσκιας μουσικής δημιουργίας βρίσκεται (αποκλειστικά) εκεί.

Ας το ξαναγράψουμε. Δεν είναι ξεπερασμένο, ρομαντικό μέσο το ραδιόφωνο. Η μορφή του μπορεί να αλλάξει, αλλά τουλάχιστον για εμάς που διαβάζουμε σήμερα αυτές τις γραμμές, θα συνεχίσει να υπάρχει, όσα streaming κι αν υιοθετήσουν τα αυτοκίνητα, ό,τι κι αν φέρει το 5G. Το Δεύτερο Πρόγραμμα οφείλει να συνεχίσει να προσπαθεί να πληροφορεί, να (εκ)παιδεύει και να ψυχαγωγεί, απευθυνόμενο σε ολόκληρη την κοινωνία. Κι αν εμείς εδώ στο MixGrill δεν έχουμε όλες τις λύσεις πρόχειρες, θέλουμε, τουλάχιστον, να τις βρούμε. Μέχρι τότε, να, θα βάλουμε το παρακάτω τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη (που έβγαλε ωραίο καινούργιο δίσκο χωρίς να ακουστεί πολύ) για διάφορους λόγους που παρουσιάστηκαν παραπάνω απλά ως εξαιρέσεις και, κυρίως, για να καταλάβουμε ακόμα καλύτερα τι θέλουμε να αλλάξει.

Διαβάστε ακόμα