Τι θα ακούσετε:
alt-rock, funk/soul
Βαθμολογία:
6,5
Είναι το βράδυ της εικοστής τρίτης Ιουλίου, στα μέσα της περιοδείας του νέου άλμπουμ και κατά τη διάρκεια της συναυλίας τους στο Denver των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Red Hot Chili Peppers ολοκληρώνουν το outro του “Snow”, και προετοιμάζονται για το επόμενο τραγούδι. Ξαφνικά, ο Flea κατευθύνεται προς το μικρόφωνο, ανακοινώνοντας στο κοινό ότι ένα δεύτερο - διπλό - άλμπουμ είναι έτοιμο και θα κυκλοφορήσει το ερχόμενο φθινόπωρο. Έκτοτε, το “Return Of The Dream Canteen” μοιράστηκε, παίχτηκε και ακούστηκε παγκοσμίως, γεννώντας ενθουσιασμό, συγκίνηση αλλά και διχασμό. Ας ξεδιπλώσουμε όμως το νήμα σταδιακά.
Στην εποχή των singles και του μουσικού υπερκαταναλωτισμού, η έκδοση δυο άλμπουμ εντός του ίδιου έτους δεν αποτελεί συνηθισμένη τακτική, τόσο για εμπορικούς όσο και για δημιουργικούς λόγους. Πόσο μάλλον όταν αυτή προέρχεται από ένα εκ των μεγαλύτερων συγκροτημάτων όλων των εποχών και δε όταν αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι η κορυφή της δημιουργικότητάς του έχει παρέλθει κατά περίπου μια δεκαπενταετία. Όλα τα παραπάνω βέβαια ξεκίνησαν να κλονίζονται με την ανακοίνωση της τρίτης επιστροφής του John Frusciante στις κιθάρες του σχήματος. Το πρώτο ολοκληρωμένο δείγμα της επανένωσης αυτής ήταν ο δίσκος “Unlimited Love”, με τον οποίο το καλοκαίρι «χόρεψαν» τη μισή Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, επιστρέφοντας στην κορυφή του Billboard μετά από αρκετά χρόνια.
Επειδή όμως δέκα χρόνια απουσίας δεν χωράνε σε 17 τραγούδια ή σε 73 λεπτά, o John Frusciante και οι λοιπές Πιπεριές αποφασίζουν να ανέβουν για άλλη μια φορά στην κορυφή των charts εντός του έτους και με δεύτερο άλμπουμ, όντας οι πρώτοι που το καταφέρνουν μετά από αρκετές δεκάδες χρόνων. Το “Return Of The Dream Canteen” κυκλοφορεί στις 14 Οκτωβρίου, προσφέροντας επιπλέον 17 τραγούδια αλλά και μεγάλο ενθουσιασμό. Άξιζε;
Η πρώτη επαφή με τον δίσκο έρχεται μέσω του εξαιρετικού artwork του, τους καλλιτέχνες του οποίου ανακάλυψε η σύζυγος του Frusciante, και προετοιμάζει ξεκάθαρα για το ηχητικό περιεχόμενο που περικλείει. Αρκετά εκτός των πλαισίων που έθεταν οι προηγούμενες δουλειές των Peppers, εδώ μεταφέρουν με αρκετή επιτυχία μια ψυχεδελική διάθεση, η οποία αποτυπώνεται τόσο στο εξώφυλλο όσο και στα visual audio clips των τραγουδιών, όπως επίσης και στο ίδιο το όνομα του δίσκου. Δίνεται εξ αρχής η εντύπωση πως η «εκ γενετής τους» funky διάθεση θα φιλτραριστεί μέσα από τον πειραματισμό.
Και εδώ είναι το σημείο όπου πρέπει να γίνουν μερικές διευκρινήσεις πριν περάσουμε στον ήχο. Πρώτον, το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με ένα πειραματικό άλμπουμ (όπως και οι ίδιοι οι Peppers αναφέρουν στην ανακοίνωσή τους) προϋποθέτει να του δοθεί ο χώρος και ο χρόνος προκειμένου να «μεγαλώσει» μέσα μας, ειδικότερα εάν επιθυμούμε να αποκτήσουμε μια αξιόπιστη γνώμη γι’ αυτό. Δεν είναι δίσκος που σε κερδίζει με το πρώτο άκουσμα, αλλά αν τον απορρίψεις αρκετά νωρίς έχεις χάσει το ύφος και τον στόχο του, και άρα ό,τι αυτά έχουν να σου προσφέρουν.
Δεύτερον, ο δίσκος αποτελεί μια ολοκληρωμένη αποτύπωση των αυτοσχεδιασμών της μπάντας, μετά από την επανένταξη του - οργανικού της - κιθαρίστα. Τα τζαμαρίσματα εκπέμπουν έντονα τη μουσική διάθεση εντός της οποίας βρίσκονται τα μέλη στην παρούσα εποχή. Όλοι τους εξελίχθηκαν, ωρίμασαν μουσικά και εξερεύνησαν διάφορες ηχητικές κατευθύνσεις όλα αυτά τα χρόνια της κοινής - ή μη - πορείας τους. Το να επιθυμούμε άρα οι νέες δουλειές τους να έχουν υφές “Blood Sugar Sex Magic” ή “Californication” είναι δόκιμο και σίγουρα ρομαντικό. Το να αναμένουμε όμως - και πόσο μάλλον το να κρίνουμε - την «Καντίνα», στη βάση μιας γραμμικής συνέχειας ή άντλησης από εκείνη την εποχή, είναι αφελές και μυωπικό. Οι Peppers του 1999, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είναι οι Peppers του 2022 κυρίως σε επίπεδο προσωπικότητας. Αυτό αναπόφευκτα δεν θα μπορούσε να μην επηρεάζει και τον ήχο τους. Από την άλλη όμως, με αυτό τον τρόπο αποδεικνύεται ότι δεν επαναπαύονται σε επιτυχημένες μανιέρες του παρελθόντος. Τα καλά νέα είναι ότι όταν συναντάς μια τέτοια δυναμική μουσικής παραγωγής έχει αρκετό ενδιαφέρον η παρατήρηση των νέων μουσικών μονοπατιών που αυτή γεννά. Μπορείς να περπατήσεις σε αυτά και να ξεχάσεις από πού ξεκίνησες, να χαθείς για λίγο στα στενά τους και να γυρίσεις πίσω, ή να σου εκπέμψουν πλήρη αδιάφορα με την πρώτη μάτια. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν μπορείς να πεις ότι τα έχεις ξαναπερπατήσει, έχοντας βαρεθεί να τα επισκέπτεσαι ξανά και ξανά.
Το μονοπάτι του νέου δίσκου, λοιπόν, εισάγει στον ήχο του συγκροτήματος αρκετά νέα στοιχεία. Πιο ευδιάκριτα από αυτά είναι τα διάφορα drumbeat machine που χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με synthesizers και άλλα μουσικά όργανα. Απομακρυνόμενοι από την κλασική δομή τους, οι Red Hot δεν φοβούνται να φτιάξουν τραγούδια όπως το “My Cigarette” και το “In The Snow”, τα οποία αποτελούν δύο βασικά παραδείγματα της αισθητικής του δίσκου. Η επιρροή του John από τις προσωπικές του δουλειές στην ηλεκτρονική μουσική είναι επιβλητικά παρούσα και κουμπώνει όμορφα με τις μπασογραμμές του Flea, δημιουργώντας ένα αρκετά πρωτότυπο περιβάλλον για έναν παραδοσιακό ακροατή της μπάντας, το οποίο χτίζεται και ξεδιπλώνεται σταδιακά. Οι ξαφνικές αλλαγές του tempo που επιχειρούν σε διάφορα τραγούδια, με κλασικότερα παραδείγματα τα “Fake As Fuck” και “Reach Out”, είναι από τα στοιχεία που κρατάν ζωντανό το funky παρελθόν τους, όμως ως δευτερεύον στοιχείο αυτής της πλευράς της μουσικής τους. Παρόλαυτά, οι θετικές παρουσίες των “Carry Me Home” αλλά και του εναρκτήριου “Tippa My Tongue”, δηλώνουν εμφατικά πως η groovy ταυτότητά τους παραμένει αναλλοίωτη στον πυρήνα της.
Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό που διανθίζει τον δίσκο είναι τα δυναμικά intro/outro κάποιων τραγουδιών, μεταξύ των οποίων τα “Eddie”, “Bella” και “Roulette”. Με την κιθάρα του Frusciante και το μπάσο του Flea να εναλλάσσονται στη θέση του πρωταγωνιστή, μας υπενθυμίζουν πως αυτοί οι δύο ξέρουν να διαχειρίζονται τον μουσικό χώρο, δίχως να τον «μπουκώνουν» με ανούσιες νότες. Σε αυτά προστίθενται και τα backing vocals του John, τα οποία αναβαθμίζουν κάθε τραγούδι του δίσκου με μια αρμονική υφή, δίνοντάς του επιπλέον βάθος.
Κάπου εδώ όμως ξεκινά η συνειδητοποίηση ότι ενώ όλα τα παραπάνω ως μεμονωμένα στοιχεία εμπλουτίζουν τον δίσκο, δίνοντάς του αρκετή πρωτοτυπία και ενδιαφέρον, δεν ενοποιούνται σε μια κοινή βάση προκειμένου να του προσφέρουν το «κάτι παραπάνω». Μοιάζει να λείπει ένας συνδετικός κρίκος εντός των τραγουδιών (αλλά και από ολόκληρο το άλμπουμ) ο οποίος να οδηγεί σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση τον ακροατή του. Ο ήχος κινείται με ένα τρόπο που δεν του επιτρέπει να φτάσει σε μεγάλο βάθος, αλλά ούτε και σε υψηλά επίπεδα ενέργειας. Η δημιουργία του συγκεκριμένου δίσκου φαίνεται να μετέτρεψε ένα βασικό πλεονέκτημα της μπάντας, σε «μειονέκτημα». Η ευχέρεια στο να μπορούν να παίξουν από funk, alt-rock και blues μέχρι hip-hop, R&B και punk, σε συνδυασμό με τη διάθεση για εξερεύνηση νέων κατευθύνσεων είχε ως αποτέλεσμα μια αρκετά «μυστηριώδη» συλλογή τραγουδιών, χωρίς να αφήνει εν τέλη κάποιο σαφές αποτύπωμα. Η δήλωση των ίδιων ότι «ο δίσκος είναι μια αναζήτηση του εαυτού του ίδιου του συγκροτήματος» οδηγεί στο συμπέρασμα πως όταν μια τετράδα με αρκετά ευρεία γκάμα επιρροών (τις οποίες θέλησαν και να τιμήσουν μέσα από μερικά τραγούδια του νέου άλμπουμ) συνεργάζεται υπό αυτό το πρίσμα, δεν μπορούμε να περιμένουμε ένα γερά συνεκτικό και ξεκάθαρο ως προς τον ήχο του αποτέλεσμα. Αποτελεί αυτό απαραιτήτως πρόβλημα; Η απάντηση εξαρτάται από τις προσδοκίες που έχεις ως ακροατής ενός έργου. Αν περιμένεις να σου αλλάξει την ζωή, τότε ναι, η «Καντίνα» είναι απολύτως ανεπαρκής. Αν επιδιώκεις (όπως έκαναν και οι ίδιοι οι Peppers) να ανοιχτείς σε νέες προσεγγίσεις και ακούσματα, τότε παρέχει μια αρκετά ενδιαφέρουσα βάση. Σε κάθε περίπτωση, όσο ευπρόσδεκτη κι αν είναι η διάθεση των δημιουργών, η αποτυχία του δίσκου να συναρπάσει δεν μπορεί παρά να αφήνει μια γλυκόπικρη επίγευση, ιδίως μετά τον «σεισμό» του αμέσως προηγούμενου δίσκου τους.
Συνοψίζοντας, το άλμπουμ χάνει γιατί αποτυγχάνει να «εκβάλει» τον ακροατή του, σε τοπία τα οποία μόνο η μουσική των Peppers έχει την δυνατότητα να τον οδηγήσει. Τον αφήνει «αμήχανο», δίχως να έχει αντιληφθεί πλήρως τη διάθεση την οποία ήθελε να του μεταδώσει. Ο ήχος της μπάντας άλλωστε, όσο και μεταβάλλεται, κινείται διαχρονικά προς δύο επίπεδα ακρόασης. Είτε σε ωθεί ακούσια να κινηθείς στον ρυθμό ενός σκληρού riff, είτε σε καθηλώνει σε μια καρέκλα με τα μάτια σου κλειστά και τα αυτιά σου ορθάνοιχτα, να «ρουφάν» κάθε μουσικό μέτρο. Το τελευταίο δισκογραφικό τους εγχείρημα, λοιπόν, ως σύνολο μοιάζει να στέκει μετέωρο μεταξύ των παραπάνω καταστάσεων. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι προτείνει μια νέα, περισσότερο εσωστρεφή, αλλά ακόμα και αυτή μοιάζει ημιτελής. Στη μεγάλη εικόνα, οι φίλοι των Red Hot Chili Peppers δεν μπορούν παρά να νιώθουν ευτυχείς την εποχή που διανύουμε, έχοντας στα χέρια τους πολύ νέο υλικό αλλά και επιπλέον ημερομηνίες από την παγκόσμια περιοδεία να αναμένονται. Στα πλαίσια του “Return Of The Dream Canteen” δεν μπορούν να κοιτάξουν πολύ παραπέρα από μονάχα δυο, παρόλαυτά αρκετά αξιόλογα, στοιχεία του δίσκου. Αρχικά την - πάντα ενδιαφέρουσα - επικοινωνία μπασογραμμων και κιθαριστικών φράσεων των Flea και John, την ενέργεια των γεμισμάτων του Chad όπως επίσης και την πρωτότυπα αρμονική μελωδία των στίχων του Anthony. Σε δεύτερο επίπεδο, τον ενθουσιώδη πειραματισμό που σκόρπισαν σε κάθε γωνία του άλμπουμ, επεκτείνοντας τα όρια του ήχου εντός του οποίου δημιουργούν. Αν όλα τα παραπάνω έδεναν με το ίδιο «αόρατο νήμα» το οποίο περιείχε το “Unlimited Love”, θα μιλούσαμε για έναν διαφορετικό δίσκο, ο οποίος ίσως να είχε διαφορετική θέση στην ιστορία της μπάντας.