Ο John Cale ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά. Ήταν post-rock ενώ το ροκ εξακολουθούσε να αναζητά τον εαυτό του. Ήταν post-punk προτού καν υπάρξει πανκ, συνεχώς κινούμενος προς μια μακρινή μουσική διαδρομή που μόνο εκείνος μπορούσε να δει. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Garnant της Ουαλίας το 1942, μία πόλη γνωστή κυρίως για τα ορυχεία της, βρήκε καταφύγιο στην τοπική βιβλιοθήκη ως έφηβος, καταβροχθίζοντας μουσικές παρτιτούρες που οι περισσότεροι επαγγελματίες εκείνη την εποχή δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Το πάθος του για την πρωτοπορία τον οδήγησε πέρα από τον Ατλαντικό, στο Μουσικό Κέντρο Tanglewood στη δυτική Μασαχουσέτη. Όμως, η αυξανόμενη εκτίμησή του για το επιθετικό ροκ εν ρολ τον αποξένωσε από τους καθηγητές του εκεί και τον έστεψε σε μονοπάτια πιο «αλήτικα».
Αφού σπούδασε με την αφρόκρεμα της νέας avant garde, συμπεριλαμβανομένων των Iannis Xenakis και Aaron Copland, ο Cale ταρακούνησε την επικρατούσα ακαδημαϊκή ακαμψία με τους ένθερμους πειραματισμούς του. Συναναστράφηκε με τους John Cage, Yoko Ono και Allen Ginsberg και επηρεάστηκε από αυτούς, μουσικά αλλά και υπαρξιακά. «Το να εκτεθώ στις φιλοσοφικές τους ιδέες τους για το Ζεν πραγματικά έβγαλε πολύ βάρος από τους ώμους μου και με βοήθησε να περάσω στην απέναντι μουσική πλευρά», λέει στην αυτοβιογραφία του "What Is Welsh For Zen". Η μύηση στην ανατολική φιλοσοφία τον βοήθησε επίσης να καταπιαστεί με παράξενη νέα μουσική, μουσική που έφτιαχνε μαζί με το μινιμαλιστή σαξοφωνίστα της τζαζ La Monte Young και τον πειραματικό βιολιστή Tony Conrad στο Theatre of Eternal Music. «"Πόσο αφηρημένα θέλεις να το πας;". Στο κάτω-κάτω, αυτός ήταν ο βασικός κανόνας με τον οποίο συνθέταμε τη μουσική», λέει για την πρωτοποριακή συνεργασία τους πάνω στη μουσική.
«Πώς συντηρείς την αίσθηση που αφήνει μια μελωδία μέσα σου απο τη στιγμή που τη συλλαμβάνεις μέχρι να την αποτυπώσεις στην τελική της μορφή μέσα σε ένα κομμάτι;». Πειραματίστηκε με αυτό το ερώτημα συμμετέχοντας στους Velvet Underground. Μέσα από την ασταθή συνεργασία του με τον Lou reed στη σύνθεση των κομματιών, ενσάρκωσε για λίγο τον πυρήνα της ροκ σκηνής της δεκαετίας του 1960: το «κρύο φεγγάρι» της Νέας Υόρκης αντιμέτωπο με τον «καυτερό ήλιο» του Σαν Φρανσίσκο, εμποτισμένα με την ιδεολογία του χιπισμού. Συμμετέχοντας στα δύο πρώτα άλμπουμ του γκρουπ (την θρυλική μπανάνα και το "White Light/White Heat"), ο Cale πέρασε την επόμενη δεκαετία γράφοντας μερικά από τα πιο γνωστά άλμπουμ του.
Η πορεία του ως μουσικού παραγωγού ήταν εξίσου εντυπωσιακή, δημιουργώντας τόσους πολλούς από τους καινοτόμους δίσκους της εποχής –συμπεριλαμβανομένου του πρώτου άλμπουμ των Stooges, το "Horses" της Patti Smith και του ομότιτλου ντεμπούτου των The Modern Lovers–, που μετά βίας μπορεί κανείς να φανταστεί το πανκ χωρίς τη συνεισφορά του.
Όσο και αν η παραγωγή του Cale έχει αλλάξει και εκσυγχρονιστεί κατά τη διάρκεια των δεκαετιών, διατηρεί την ίδια ανοιχτόμυαλη προσέγγιση στην ανακάλυψη και τη δημιουργικότητα με την αρχή της καριέρας του. Θυμάται τα πρώτα του χρόνια στη Νέα Υόρκη, όταν προσπαθούσε να καταλάβει πού κολλούσε η μουσική του σε σχέση με τα Ζεν πειράματα του John Cage και τη μαγεία των drone ήχων του μέντορά του La Monte Young. Η προσπάθεια δεν ήταν πάντα πετυχημένη, αλλά δεν πειράζει. «Μου έμαθαν», λέει σοφά ο John Cale, «ότι το να μην καταλαβαίνω τον τρόπο σκέψης τους κατά τη δημιουργική διαδικασία ήταν πιο βοηθητικό για μένα από το να προσπαθώ να αποκρυπτογραφησω την κάθε τους κίνηση και να αναλύω όλες τους τις ενέργειες».
Το ερώτημα είναι αν θα μπορέσουμε εμείς ποτέ να καταλάβουμε πλήρως τη δημιουργική διαδικασία του John Cale. Μάλλον ένα τέτοιο άρθρο-αναδρομή δεν επαρκεί για αυτό. Ούτε η ακρόαση, ξανά και ξανά, των αριστουργημάτων του. Ίσως, αν είμαστε τυχεροί, κάτι να καταλάβουμε όσοι παρευρεθούμε στη συναυλία του στο Ηρώδειο, στις 19 Ιουνίου. Μία συναυλία σχεδιασμένη ειδικά για το μνημείο, όπου ο μεγάλος καλλιτέχνης θα βρεθεί στη σκηνή μαζί με την Athens Philharmonia Orchestra και φυσικά την προσωπική του μπάντα σε πρωτότυπες ενορχηστρώσεις παγκόσμιας αποκλειστικότητας.
Αν και το πιθανότερο είναι ότι θα φύγουμε με ακόμα περισσότερες απορίες και δέος για το ταλέντο του. Έχοντας όμως παρακολουθήσει μία από τις πιο καθηλωτικές συναυλίες που έχουν γίνει στη χώρα μας.