Τι θα ακούσετε:
pop, rock, electro
Βαθμολογία:
6
Το 1991, το πειραματικό ροκ συγκρότημα dEUS ιδρύθηκε από τους Tom Barman και Klaas Janzoons στην Αμβέρσα του Βελγίου. Ο συνδυασμός επιρροών από πανκ έως τζαζ, κοφτές κιθάρες και σταθερά επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα ντραμς, συνδυασμένα με όμορφα ανδρικά φωνητικά ήταν η ουσία του ήχου του γκρουπ, κατηγοριοποιώντας τους dEUS ως εξέχον μέλος της avant-garde και εναλλακτικής ροκ ευρωπαϊκής σκηνής. Οι ανορθόδοξες και πειραματικές προσεγγίσεις του γκρουπ στους στίχους και τον ήχο τους δημιούργησαν μια υπερβατική σχεδόν εμπειρία για τους ακροατές των δυο πρώτων δίσκων τους ("Worst Case Scenario" και το αριστουργηματικό "In a Bar under the Sea").
Πριν από την παύση των dEUS το 2000, αρκετοί μουσικοί πέρασαν από το γκρουπ, με τον Barman και τον Janzoons να απομένουν ως τα μόνα εναπομείναντα αρχικά μέλη. Οι dEUS επέστρεψαν το 2005 με την κυκλοφορία του "Pocket Revolution", με άλλες τρείς κυκλοφορίες να ακολουθούν τα επόμενα χρόνια. Η τωρινή σύνθεση των dEUS αποτελείται από τους Barman, Janzoons, Stéphane Misseghers, Alan Gevaert και Mauro Pawlowski και το "How to Replace It" που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο αποτελεί την όγδοη επίσημη δισκογραφική δουλειά τους.
Το εναρκτήριο, ομότιτλο κομμάτι "How to Replace It" δημιουργεί μια ένταση που σιγοβράζει πάνω από βροντερά τύμπανα. Είναι ένα δραματικό και κινηματογραφικό τραγούδι που χρειάζεται μερικές ακρόασεις για να σε βυθίσει μέσα του, η πλούσια ενορχήστρωση συμβάλλει σε αυτό. Στη συνέχεια, ακολουθεί το «Must Have Been New», το οποίο είναι μια ανάλαφρη μελωδία που σου μένει όσο περισσότερο την ακούς. Ανανεωμένοι και σίγουροι για τον εαυτό τους οι dEUS ακούγονται γεμάτοι ενέργεια και ζωντάνια. Το «Never Get You High» έχει παρόμοιο ρυθμό και μερικά επιδέξια κρουστά. Η παραγωγή είναι καλή, δίνοντας χώρο σε όλα τα όργανα που προσθέτουν βάθος και κάθε ακρόαση φέρνει καινούργια πράγματα μπροστά. Το "1989" εμπίπτει σε ένα ανάλαφρο είδος indie-rock, πολύ μακριά από τα πρώτα χρόνια του γκρουπ αλλά ταιριαστό με την τωρινή τους κατάσταση, με γαλήνιες κιθάρες και διακριτικά τύμπανα. Τα σαγηνευτικά φωνητικά του Barman συμβάλλουν στην έλξη και τη νοσταλγία που νιώθουμε για ορισμένες εποχές ή παλιές στιγμές ευφορίας. Έπειτα, το άλμπουμ μεταβαίνει στο "Simple Pleasures", το οποίο φέρνει το κοινό σε μια χλιαρή διάθεση, ενώ το "Pirates" κυλάει σε ένα jazz τέμπο, αλλά γρήγορα ξεχνιέται, όντας μια από τις αδύναμες στιγμές του δίσκου.
Ο Tom Barman κάνει πολλά spoken word φωνητικά σε αυτόν τον δίσκο, φέρνοντας στον νου τους Leonard Cohen, Tom Waits, Bill Calahan και Neil Tennant των Pet Shop Boys. Το συγκρότημα έχει δημιουργήσει ένα εντυπωσιακό ηχητικά άλμπουμ με εξαιρετική ενορχήστρωση, αλλά η ποιότητα των τραγουδιών δεν ανταποκρίνεται στο ίδιο επίπεδο. Μεγάλα, σαρωτικά τραγούδια που θα τους εξασφαλίσουν εμφανίσεις στα μεγάλα καλοκαιρινά φεστιβάλ, αλλά σίγουρα πολύ λιγότερο ενδιαφέροντα ή και συναρπαστικά ακόμα από τα παλαιότερα τους.