Γράφει ο Απόστολος Κουφοδήμος
Η πραγματοποίηση του 5ου ετήσιου LOS ALMIROS FESTIVAL, ήταν αναμφίβολα μια από τις πλέον επιτυχημένες συναυλιακές, και όχι μόνο, εκπλήξεις του φετινού καλοκαιριού. Πλήθος κόσμου από όλα τα μέρη της Ελλάδας συνέρρευσε στο πανέμορφο δάσος του Κουρίου, που βρίσκεται δίπλα στην πόλη του Αλμυρού και είναι σίγουρο ότι το σύνολο των θεατών, αποζημιώθηκε με το παραπάνω με τα όσα βίωσε το διήμερο που διήρκεσε το φεστιβάλ. Σύμφωνα με τους διοργανωτές,- ένα πολύ μεγάλο μπράβο αξίζει στα παιδιά για τις προσπάθειες που καταβάλουν όλα αυτά τα χρόνια-, πάνω από 10.000 κόσμου βρέθηκε στον φεστιβαλικό χώρο στις 5 και 6 Αυγούστου. Ελεύθερη είσοδος, ελεύθερο κάμπινγκ, πολύ καλά συγκροτήματα και τις δύο ημέρες που κάλυπταν ευρύτατο μουσικό φάσμα και ιδού η συνταγή της επιτυχίας. Ή αλλιώς, να πως γίνεται η δουλειά.
Προσωπικά παρευρέθηκα τη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ, αδημονώντας για την εμφάνιση των Αυστραλών The Rumjacks, που επισκεπτόντουσαν για πρώτη φορά τη χώρα μας και ω τι μεγαλειώδες, έμελε αυτό να γίνει στα πλαίσια ενός επαρχιακού μουσικού φεστιβάλ. Το ότι η πρώτη παρουσία των Αυστραλών στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία, αντικατοπτρίζει πλήρως τα όσα συνέβησαν στον Αλμυρό το συγκεκριμένο διήμερο.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: φθάνοντας στο χώρο, κυριολεκτικά έπαθα σοκ από τον κόσμο που είχε μαζευτεί. Ουρές παρκαρισμένων αυτοκινήτων που θύμιζαν εικόνες από τις καλές μέρες του Rockwave, ένα δάσος γεμάτο με σκηνές, άφθονη μπύρα, πάμπολλα stands με merchandise που κάλυπτε όλα τα γούστα, από cd και βυνίλια των συγκροτημάτων, μέχρι μπλουζάκια αντιφασιστικών πρωτοβουλιών και ως κερασάκι στην τούρτα, το stage του festival με τον ηχητικό του εξοπλισμό, που παρέπεμπε σε μεγάλο event και όχι σε εκδήλωση τοπικού χαρακτήρα. Επομένως το στοίχημα είχε ήδη κερδηθεί από την αρχή, αφού επί της ουσίας επρόκειτο για ένα μεγάλο φεστιβάλ, που σίγουρα αξίζει της προσοχής σας. Βγάλτε επομένως τα ημερολόγιά σας και τσεκάρετέ το για του χρόνου.
Οι Χατζηφραγκέτα και Fundracar, είχαν το “δύσκολο”, έργο του να είναι οι πρώτες μπάντες που άνοιγαν τη δεύτερη μέρα. Ανταποκρίθηκαν άψογα στις απαιτήσεις του κοινού για χορό και διασκέδαση, με την αλά Manu Chao μουσική τους, προσαρμοσμένη στην ελληνική και βαλκανική μουσική παράδοση, και διασκέδασαν και με το παραπάνω τους 6.000 περίπου θεατές, που συγκεντρώθηκαν μπροστά στη σκηνή για να τους ακούσουν. Γύρω στις 23.00 τη σκυτάλη πήραν οι Baildsa, συνεχίζοντας στο ίδιο μουσικό τέμπο και αποδεικνύοντας ότι ο θόρυβος που γίνεται γύρω από το όνομά τους, είναι απόλυτα δικαιολογημένος. Δεν νομίζω ότι υπήρχε έστω και ένας θεατής, που να μην διασκέδαζε με την ψυχή του και προσωπικά η όλη ατμόσφαιρα που επικρατούσε, με παρέπεμπε στα live του ενός και μοναδικού Manu.
Γύρω στις 00.15, ανέβηκαν στη σκηνή οι The Flying Eyes, που απέδειξαν για ακόμα μια φορά ότι είναι από τις μπάντες που τιμάνε το ψωμί τους και αξίζει κανείς να τους παρακολουθήσει. Έχω μάλιστα την εντύπωση ότι στα live τους οι Αμερικανοί, κερδίζουν πόντους σε σχέση με τα studio album τους. Το ψυχεδελικό ροκ του κουαρτέτου από τη Βαλτιμόρη, σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή και η παρουσία του front man Will Kelly επί σκηνής, ανεβάζει τη live απόδοση του συγκροτήματος. Πλέον σφυρηλατείται μια πολύ δυνατή σχέση μεταξύ του ελληνικού κοινού και των Flying Eyes, που είναι σίγουρο ότι πρόκειται να ενδυναμωθεί στο μέλλον. Το παραδέχθηκε εξάλλου και ο ίδιος ο Will, δηλώνοντας ότι η Ελλάδα είναι από τις χώρες που ευχαριστιούνται να παίζουν. Με κομμάτια όπως τα 'Lay with me', 'Bad blood', 'She comes to me', 'Nowhere to run' και 'Poison the Well', οι Αμερικανοί psych-rockers, στην περίπου μιάμιση ώρα που έπαιξαν, κέρδισαν το στοίχημα και οδήγησαν πολλούς από εμάς να σπεύσουμε στα stands προκειμένου να αγοράσουμε το official υλικό τους.
Όταν κατέβηκαν από τη σκηνή οι Flying Eyes, προετοιμαζόμασταν για την εμφάνιση των Rumjacks, που σύμφωνα με το επίσημο πρόγραμμα θα ολοκλήρωνε το φεστιβάλ. Και κάπου εκεί, σήμανε συναγερμός, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι Panx Romana, με μια guest-εμφάνιση έκπληξη που διήρκεσε περίπου μισή ώρα, εκτόξευσαν την αδρεναλίνη, προσφέροντας μια μοναδική live εμπειρία. Ακόμα και αν δεν είσαι οπαδός του ελληνικού punk, τους Panx Romana, αξίζει να τους δεις. Όχι μόνο για τη μουσική τους, αλλά και για την πολιτική τους παρακαταθήκη όλα αυτά τα χρόνια.
Η ώρα είχε φτάσει 01.15 περίπου, τα πάντα κυλούσαν ιδανικά, παντού έβλεπες μόνο χαμογελαστά πρόσωπα και κάπου εκεί, εμφανίστηκαν και οι μοναδικοί Rumjacks. Η μπάντα από το Sydney της Αυστραλίας, απέδειξε ότι άνετα εντάσσεται στην κατηγορία των must see groups. Θυμίζοντας σε αρκετά σημεία το live των Dropkick Murphy’s στα πλαίσια του φετινού Rockwave, έστησαν για περίπου 100 λεπτά μια ατελείωτη celtic-punk μουσική παράσταση, αποζημιώνοντας ιδανικά τους 7.000 και πλέον θεατές, που παρά το προχωρημένο της ώρας και τη φυσιολογική κούραση που υπήρχε, είναι σίγουρο ότι θα θυμούνται για χρόνια την εμφάνιση των Αυστραλών. Επέλεξαν τραγούδια κυρίως από τα album τους Gangs of New Holland και Sober and Godless, αλλά και κάποια κομμάτια από την πλέον πρόσφατη κυκλοφορία τους Sleepin Rough. Ανάμεσα σε αυτά, τα 'Barred for life', 'Black Matilda', 'Jolly Executioner' και φυσικά το 'Irish Pub Song', προκάλεσαν φρενίτιδα ενθουσιασμού, που εκδηλώθηκε με ατελείωτο χορό, άναμμα καπνογόνων και φυσικά τις απαραίτητες ιρλανδικές σημαίες που κυμάτιζαν στο χώρο.
Γύρω στις 03.00, γράφτηκε ο συναυλιακός επίλογος του φεστιβάλ, αφού η γιορτή συνεχίστηκε για αρκετή ώρα ακόμα, με πολλή μπύρα και μουσική. Το μόνο που απομένει να βελτιωθεί ώστε το Los Almiros festival, να γίνει στο μέλλον ένα από τα σημαντικότερα φεστιβάλ της Ελλάδα, είναι η διαμόρφωση του χώρου, μπροστά στη σκηνή, ώστε να περιοριστούν τα κύματα σκόνης από το ατελείωτο χορευτικό ποδοβολητό των θεατών. Με λίγο παραπάνω πράσινο και ένα προληπτικό πότισμα, είναι σίγουρο ότι στο μέλλον θα ζούμε ανεπανάληπτες στιγμές στο Δάσος. Και πάλι μπράβο στα παιδιά, για τη διοργάνωση του φεστιβάλ.
Η πραγματοποίηση του 5ου ετήσιου LOS ALMIROS FESTIVAL, ήταν αναμφίβολα μια από τις πλέον επιτυχημένες συναυλιακές, και όχι μόνο, εκπλήξεις του φετινού καλοκαιριού. Πλήθος κόσμου από όλα τα μέρη της Ελλάδας συνέρρευσε στο πανέμορφο δάσος του Κουρίου, που βρίσκεται δίπλα στην πόλη του Αλμυρού και είναι σίγουρο ότι το σύνολο των θεατών, αποζημιώθηκε με το παραπάνω με τα όσα βίωσε το διήμερο που διήρκεσε το φεστιβάλ. Σύμφωνα με τους διοργανωτές,- ένα πολύ μεγάλο μπράβο αξίζει στα παιδιά για τις προσπάθειες που καταβάλουν όλα αυτά τα χρόνια-, πάνω από 10.000 κόσμου βρέθηκε στον φεστιβαλικό χώρο στις 5 και 6 Αυγούστου. Ελεύθερη είσοδος, ελεύθερο κάμπινγκ, πολύ καλά συγκροτήματα και τις δύο ημέρες που κάλυπταν ευρύτατο μουσικό φάσμα και ιδού η συνταγή της επιτυχίας. Ή αλλιώς, να πως γίνεται η δουλειά.
Προσωπικά παρευρέθηκα τη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ, αδημονώντας για την εμφάνιση των Αυστραλών The Rumjacks, που επισκεπτόντουσαν για πρώτη φορά τη χώρα μας και ω τι μεγαλειώδες, έμελε αυτό να γίνει στα πλαίσια ενός επαρχιακού μουσικού φεστιβάλ. Το ότι η πρώτη παρουσία των Αυστραλών στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία, αντικατοπτρίζει πλήρως τα όσα συνέβησαν στον Αλμυρό το συγκεκριμένο διήμερο.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: φθάνοντας στο χώρο, κυριολεκτικά έπαθα σοκ από τον κόσμο που είχε μαζευτεί. Ουρές παρκαρισμένων αυτοκινήτων που θύμιζαν εικόνες από τις καλές μέρες του Rockwave, ένα δάσος γεμάτο με σκηνές, άφθονη μπύρα, πάμπολλα stands με merchandise που κάλυπτε όλα τα γούστα, από cd και βυνίλια των συγκροτημάτων, μέχρι μπλουζάκια αντιφασιστικών πρωτοβουλιών και ως κερασάκι στην τούρτα, το stage του festival με τον ηχητικό του εξοπλισμό, που παρέπεμπε σε μεγάλο event και όχι σε εκδήλωση τοπικού χαρακτήρα. Επομένως το στοίχημα είχε ήδη κερδηθεί από την αρχή, αφού επί της ουσίας επρόκειτο για ένα μεγάλο φεστιβάλ, που σίγουρα αξίζει της προσοχής σας. Βγάλτε επομένως τα ημερολόγιά σας και τσεκάρετέ το για του χρόνου.
Οι Χατζηφραγκέτα και Fundracar, είχαν το “δύσκολο”, έργο του να είναι οι πρώτες μπάντες που άνοιγαν τη δεύτερη μέρα. Ανταποκρίθηκαν άψογα στις απαιτήσεις του κοινού για χορό και διασκέδαση, με την αλά Manu Chao μουσική τους, προσαρμοσμένη στην ελληνική και βαλκανική μουσική παράδοση, και διασκέδασαν και με το παραπάνω τους 6.000 περίπου θεατές, που συγκεντρώθηκαν μπροστά στη σκηνή για να τους ακούσουν. Γύρω στις 23.00 τη σκυτάλη πήραν οι Baildsa, συνεχίζοντας στο ίδιο μουσικό τέμπο και αποδεικνύοντας ότι ο θόρυβος που γίνεται γύρω από το όνομά τους, είναι απόλυτα δικαιολογημένος. Δεν νομίζω ότι υπήρχε έστω και ένας θεατής, που να μην διασκέδαζε με την ψυχή του και προσωπικά η όλη ατμόσφαιρα που επικρατούσε, με παρέπεμπε στα live του ενός και μοναδικού Manu.
Γύρω στις 00.15, ανέβηκαν στη σκηνή οι The Flying Eyes, που απέδειξαν για ακόμα μια φορά ότι είναι από τις μπάντες που τιμάνε το ψωμί τους και αξίζει κανείς να τους παρακολουθήσει. Έχω μάλιστα την εντύπωση ότι στα live τους οι Αμερικανοί, κερδίζουν πόντους σε σχέση με τα studio album τους. Το ψυχεδελικό ροκ του κουαρτέτου από τη Βαλτιμόρη, σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή και η παρουσία του front man Will Kelly επί σκηνής, ανεβάζει τη live απόδοση του συγκροτήματος. Πλέον σφυρηλατείται μια πολύ δυνατή σχέση μεταξύ του ελληνικού κοινού και των Flying Eyes, που είναι σίγουρο ότι πρόκειται να ενδυναμωθεί στο μέλλον. Το παραδέχθηκε εξάλλου και ο ίδιος ο Will, δηλώνοντας ότι η Ελλάδα είναι από τις χώρες που ευχαριστιούνται να παίζουν. Με κομμάτια όπως τα 'Lay with me', 'Bad blood', 'She comes to me', 'Nowhere to run' και 'Poison the Well', οι Αμερικανοί psych-rockers, στην περίπου μιάμιση ώρα που έπαιξαν, κέρδισαν το στοίχημα και οδήγησαν πολλούς από εμάς να σπεύσουμε στα stands προκειμένου να αγοράσουμε το official υλικό τους.
Όταν κατέβηκαν από τη σκηνή οι Flying Eyes, προετοιμαζόμασταν για την εμφάνιση των Rumjacks, που σύμφωνα με το επίσημο πρόγραμμα θα ολοκλήρωνε το φεστιβάλ. Και κάπου εκεί, σήμανε συναγερμός, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι Panx Romana, με μια guest-εμφάνιση έκπληξη που διήρκεσε περίπου μισή ώρα, εκτόξευσαν την αδρεναλίνη, προσφέροντας μια μοναδική live εμπειρία. Ακόμα και αν δεν είσαι οπαδός του ελληνικού punk, τους Panx Romana, αξίζει να τους δεις. Όχι μόνο για τη μουσική τους, αλλά και για την πολιτική τους παρακαταθήκη όλα αυτά τα χρόνια.
Η ώρα είχε φτάσει 01.15 περίπου, τα πάντα κυλούσαν ιδανικά, παντού έβλεπες μόνο χαμογελαστά πρόσωπα και κάπου εκεί, εμφανίστηκαν και οι μοναδικοί Rumjacks. Η μπάντα από το Sydney της Αυστραλίας, απέδειξε ότι άνετα εντάσσεται στην κατηγορία των must see groups. Θυμίζοντας σε αρκετά σημεία το live των Dropkick Murphy’s στα πλαίσια του φετινού Rockwave, έστησαν για περίπου 100 λεπτά μια ατελείωτη celtic-punk μουσική παράσταση, αποζημιώνοντας ιδανικά τους 7.000 και πλέον θεατές, που παρά το προχωρημένο της ώρας και τη φυσιολογική κούραση που υπήρχε, είναι σίγουρο ότι θα θυμούνται για χρόνια την εμφάνιση των Αυστραλών. Επέλεξαν τραγούδια κυρίως από τα album τους Gangs of New Holland και Sober and Godless, αλλά και κάποια κομμάτια από την πλέον πρόσφατη κυκλοφορία τους Sleepin Rough. Ανάμεσα σε αυτά, τα 'Barred for life', 'Black Matilda', 'Jolly Executioner' και φυσικά το 'Irish Pub Song', προκάλεσαν φρενίτιδα ενθουσιασμού, που εκδηλώθηκε με ατελείωτο χορό, άναμμα καπνογόνων και φυσικά τις απαραίτητες ιρλανδικές σημαίες που κυμάτιζαν στο χώρο.
Γύρω στις 03.00, γράφτηκε ο συναυλιακός επίλογος του φεστιβάλ, αφού η γιορτή συνεχίστηκε για αρκετή ώρα ακόμα, με πολλή μπύρα και μουσική. Το μόνο που απομένει να βελτιωθεί ώστε το Los Almiros festival, να γίνει στο μέλλον ένα από τα σημαντικότερα φεστιβάλ της Ελλάδα, είναι η διαμόρφωση του χώρου, μπροστά στη σκηνή, ώστε να περιοριστούν τα κύματα σκόνης από το ατελείωτο χορευτικό ποδοβολητό των θεατών. Με λίγο παραπάνω πράσινο και ένα προληπτικό πότισμα, είναι σίγουρο ότι στο μέλλον θα ζούμε ανεπανάληπτες στιγμές στο Δάσος. Και πάλι μπράβο στα παιδιά, για τη διοργάνωση του φεστιβάλ.