Βράδυ Σαββάτου, λίγο μετά τις εννέα στο Θέατρο Τέχνης στην οδό Φρυνίχου…όσα η καρδιά μας στην καταιγίδα!
"Όλο το βιoς μου όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα φύλαξε. Άχρηστα για τον κόσμο μα για μένα ανεκτίμητα."
Ο κόσμος γύρω εναντιώνεται, οι άνθρωποι -κοντινοί και μη- σκληραίνουν, οι καταστάσεις αντιμάχονται. Κι εμείς εκεί. Βράχοι, με τα θέλω μας και τα πάθη μας. Να γράφει απέναντι «απαγορεύεται» και να περνάμε με ορμή. Παράξενο το μέσα μας. Να το χτυπάει ο άνεμος, να το κλωτσάει η βροχή μα εμείς να το προστατεύουμε με νύχια και με δόντια, να το φυλάμε, γιατί είναι ό,τι έχουμε.
Αυτή είναι και η πεμπτουσία της θεατρικής παράστασης που παρακολουθήσαμε από την ομάδα bijoux de Kant σε συνεργασία με την κορυφαία Τάνια Τσανακλίδου, που επέστρεψε στο σανίδι του Θεάτρου Τέχνης μετά από 40 χρόνια. Μία παράσταση σε κείμενο του Άκη Δήμου, μεταγραφή εμπνευσμένη από τη σπουδαία νουβέλα του Ιωάννη Κονδυλάκη "Πρώτη αγάπη" (1919). Πρόκειται για μία διασκευή ή για την ίδια ιστορία ιδωμένη από μία ιδιαίτερη οπτική γωνία; Ίσως αυτό δεν έχει τόση σημασία μετά το πέρας της παράστασης, καθώς δεν είναι λίγα όσα αποκομίζει ο θεατής. Γλώσσα λιτή, λυρική, ιδιωματική, με λαϊκά στοιχεία. Γλώσσα με μεγάλη ένταση, τόση όσο και το πάθος που διακατέχει τους χαρακτήρες. Λέξεις με δύναμη που κόβει σαν μαχαίρι, συναισθηματικά φορτισμένες, που αποδίδουν σημασία ακόμη και στην πιο μικρή παύση.
Για να πάρει σάρκα και οστά το κείμενο και να αποδοθούν με τον πιο κατάλληλο τρόπο τα μηνύματά του, πέρα από τις ερμηνείες, παίζει μεγάλο ρόλο και το σκηνικό. Στην προκειμένη, ένα σκηνικό απλό και λειτουργικό. Τρία διαφορετικά μέρη μέσα στο ίδιο πλαίσιο, χωρίς να προκαλείται σύγχυση για το πού βρίσκονται οι ηθοποιοί κάθε φορά. Λίγα πράγματα, θα λέγαμε, τα απολύτως απαραίτητα, όχι πάντα με τη συνηθισμένη τους χρήση. Δεν χωρούν εξάλλου πολλά υλικά, όπου ξεχειλίζει το συναίσθημα. Χαρακτηριστικό ήταν πως δεν χρησιμοποιήθηκε όλη η σκηνή, παρά ένα μέρος της οριοθετημένο από ξύλινα δοκάρια, δηλώνοντας ίσως έτσι και τα όρια, που οι ήρωες παλεύουν να μην ξεπεράσουν καθόλη τη διάρκεια του έργου. Ποιος όμως θέτει τα όρια;
Επί της ουσίας, η παράσταση είχε ξεκινήσει πριν την τυπική έναρξή της, καθώς ο πρωταγωνιστής βρισκόταν ήδη πάνω στη σκηνή πλαισιώνοντας το σκηνικό ή θέτοντας όρια στις επιθυμίες του. Όρια που μάλλον επιβάλλει η κοινωνική πραγματικότητα και ο έξω κόσμος. Ο ηθοποιός δεν είναι άλλος, από τον Γιώργη, ένα αγόρι κοντά στην ενηλικίωση, που ερωτεύεται μια κοπέλα, αρκετά χρόνια μεγαλύτερή του, τη Βαγγελιώ. Ενώ συμβαδίζει πάντοτε με το πρόσταγμα της σκληρής- από την παραδοσιακή κρητική κοινωνία-και υπερπροστατευτικής μάνας, δεν διστάζει να αντιταχθεί απέναντί της για χάρη της αγάπης. Στις προσπάθειες της φαινομενικά αδιάφορης προς τον έρωτα μάνας εντάσσεται ο διωγμός του Γιώργη και η παραμονή του στα βουνά, για να βρει τον "πραγματικό" εαυτό του, πλάι στον ξάδερφό του, Ανδρέα, ο οποίος ζει εκεί μόνιμα, απελευθερωμένος από τα κοινωνικά δεσμά.
Ο πόνος του ανεκπλήρωτου έρωτα, ο πόνος της γυναίκας- μάνας, ο πόνος της σύγκρουσης των δύο αντιμαχόμενων τάσεων της ψυχής. Τέσσερις άνθρωποι με κοινό παρονομαστή τα πάθη που τους κατατρέχουν, ενσαρκωμένοι με εύστοχο τρόπο από εξαιρετικούς ηθοποιούς στα πλαίσια της ευρηματικής σκηνοθεσίας του Γιάννη Σκουρλέτη. Ο Νικόλας Αγγελής στο ρόλο του Ανδρέα απέδωσε με φυσικό τρόπο τη σκληρότητα της ασκητικής ζωής αλλά και μία ευαίσθητη πλευρά που εμφανίζεται προς το τέλος. Η Λένα Δροσάκη, ως Βαγγελιώ, εξέφρασε όλα εκείνα τα ερωτικά στοιχεία που έκαναν τον Γιωργή να την ερωτευτεί, αλλά δεν δίστασε να δείξει με τρόπο ρεαλιστικό και μεταφυσικό τον πόνο και το ηθικό δίλημμα. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στην κινησιολογία της, η οποία έδινε την αίσθηση του άπιαστου και του ανεκπλήρωτου.
Εξαιρετική κινησιολογία και εκφραστικότητα είχε και ο Γιάννης Παπαδόπουλος ως Γιώργης, που μας εξέπληξε ευχάριστα με το ταλέντο του. Ενέταξε στο ρόλο του τον αυθορμητισμό του εφήβου, την ακατάπαυστη επιθυμία για έρωτα, την αέναη φλόγα για καθετί μεγάλο, απαγορευμένο και ίσως μη ρεαλιστικό. Ταυτίστηκε πλήρως με τον χαρακτήρα που ενσάρκωνε κι έτσι βλέπαμε μπροστά μας τον ίδιο τον Γιωργή. Ανάλογο συναίσθημα μας προκάλεσε και η ερμηνεία της Τάνιας Τσανακλίδου όπου, εστιάζοντας καθαρά στο υποκριτικό της ταλέντο, μας εντυπωσίασε. Απέδωσε με πολύ πειστικό τρόπο τον πόνο της μάνας, την υπερπροστατευτικότητα από το φόβο μη μείνει μόνη και την αγάπη προς το παιδί της. Ειδικά προς το τέλος, μας συγκίνησε ιδιαίτερα ξεδιπλώνοντας στη σκηνή τον ψυχισμό της ως γυναίκας που βιώνει τη σωματική και ψυχική φθορά. Η ηθοποιός Τάνια μας χάρισε και μερικές όμορφες μουσικές στιγμές με τη φωνή της, που τόσο αγαπάμε.
Πρόκειται για μια παράσταση αρκετά συγκινητική, με εύστοχη σκηνοθεσία και πολύ καλές ερμηνείες. Παρόλα αυτά μας έλειψε η ατμοσφαιρικότητα και το μυσταγωγικό κλίμα που, ίσως, να αρμόζει σε ένα τέτοιο κείμενο. Αυτό μπορεί να οφείλεται και στην υψηλή – σε κάποια σημεία- ένταση της μουσικής που πιθανόν να μην επέτρεπε στον θεατή να νιώσει 100% μέσα στην παράσταση. Η ιστορία του "Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα" ή της "Πρώτης αγάπης" αγγίζει θέματα λεπτά, όπως η σύγκρουση με την κοινωνία αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό, που δεν λείπουν ακόμη κι από τη σημερινή πραγματικότητα.
"Όλο το βιoς μου όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα φύλαξε. Άχρηστα για τον κόσμο μα για μένα ανεκτίμητα."
Ο κόσμος γύρω εναντιώνεται, οι άνθρωποι -κοντινοί και μη- σκληραίνουν, οι καταστάσεις αντιμάχονται. Κι εμείς εκεί. Βράχοι, με τα θέλω μας και τα πάθη μας. Να γράφει απέναντι «απαγορεύεται» και να περνάμε με ορμή. Παράξενο το μέσα μας. Να το χτυπάει ο άνεμος, να το κλωτσάει η βροχή μα εμείς να το προστατεύουμε με νύχια και με δόντια, να το φυλάμε, γιατί είναι ό,τι έχουμε.
Αυτή είναι και η πεμπτουσία της θεατρικής παράστασης που παρακολουθήσαμε από την ομάδα bijoux de Kant σε συνεργασία με την κορυφαία Τάνια Τσανακλίδου, που επέστρεψε στο σανίδι του Θεάτρου Τέχνης μετά από 40 χρόνια. Μία παράσταση σε κείμενο του Άκη Δήμου, μεταγραφή εμπνευσμένη από τη σπουδαία νουβέλα του Ιωάννη Κονδυλάκη "Πρώτη αγάπη" (1919). Πρόκειται για μία διασκευή ή για την ίδια ιστορία ιδωμένη από μία ιδιαίτερη οπτική γωνία; Ίσως αυτό δεν έχει τόση σημασία μετά το πέρας της παράστασης, καθώς δεν είναι λίγα όσα αποκομίζει ο θεατής. Γλώσσα λιτή, λυρική, ιδιωματική, με λαϊκά στοιχεία. Γλώσσα με μεγάλη ένταση, τόση όσο και το πάθος που διακατέχει τους χαρακτήρες. Λέξεις με δύναμη που κόβει σαν μαχαίρι, συναισθηματικά φορτισμένες, που αποδίδουν σημασία ακόμη και στην πιο μικρή παύση.
Για να πάρει σάρκα και οστά το κείμενο και να αποδοθούν με τον πιο κατάλληλο τρόπο τα μηνύματά του, πέρα από τις ερμηνείες, παίζει μεγάλο ρόλο και το σκηνικό. Στην προκειμένη, ένα σκηνικό απλό και λειτουργικό. Τρία διαφορετικά μέρη μέσα στο ίδιο πλαίσιο, χωρίς να προκαλείται σύγχυση για το πού βρίσκονται οι ηθοποιοί κάθε φορά. Λίγα πράγματα, θα λέγαμε, τα απολύτως απαραίτητα, όχι πάντα με τη συνηθισμένη τους χρήση. Δεν χωρούν εξάλλου πολλά υλικά, όπου ξεχειλίζει το συναίσθημα. Χαρακτηριστικό ήταν πως δεν χρησιμοποιήθηκε όλη η σκηνή, παρά ένα μέρος της οριοθετημένο από ξύλινα δοκάρια, δηλώνοντας ίσως έτσι και τα όρια, που οι ήρωες παλεύουν να μην ξεπεράσουν καθόλη τη διάρκεια του έργου. Ποιος όμως θέτει τα όρια;
Επί της ουσίας, η παράσταση είχε ξεκινήσει πριν την τυπική έναρξή της, καθώς ο πρωταγωνιστής βρισκόταν ήδη πάνω στη σκηνή πλαισιώνοντας το σκηνικό ή θέτοντας όρια στις επιθυμίες του. Όρια που μάλλον επιβάλλει η κοινωνική πραγματικότητα και ο έξω κόσμος. Ο ηθοποιός δεν είναι άλλος, από τον Γιώργη, ένα αγόρι κοντά στην ενηλικίωση, που ερωτεύεται μια κοπέλα, αρκετά χρόνια μεγαλύτερή του, τη Βαγγελιώ. Ενώ συμβαδίζει πάντοτε με το πρόσταγμα της σκληρής- από την παραδοσιακή κρητική κοινωνία-και υπερπροστατευτικής μάνας, δεν διστάζει να αντιταχθεί απέναντί της για χάρη της αγάπης. Στις προσπάθειες της φαινομενικά αδιάφορης προς τον έρωτα μάνας εντάσσεται ο διωγμός του Γιώργη και η παραμονή του στα βουνά, για να βρει τον "πραγματικό" εαυτό του, πλάι στον ξάδερφό του, Ανδρέα, ο οποίος ζει εκεί μόνιμα, απελευθερωμένος από τα κοινωνικά δεσμά.
Ο πόνος του ανεκπλήρωτου έρωτα, ο πόνος της γυναίκας- μάνας, ο πόνος της σύγκρουσης των δύο αντιμαχόμενων τάσεων της ψυχής. Τέσσερις άνθρωποι με κοινό παρονομαστή τα πάθη που τους κατατρέχουν, ενσαρκωμένοι με εύστοχο τρόπο από εξαιρετικούς ηθοποιούς στα πλαίσια της ευρηματικής σκηνοθεσίας του Γιάννη Σκουρλέτη. Ο Νικόλας Αγγελής στο ρόλο του Ανδρέα απέδωσε με φυσικό τρόπο τη σκληρότητα της ασκητικής ζωής αλλά και μία ευαίσθητη πλευρά που εμφανίζεται προς το τέλος. Η Λένα Δροσάκη, ως Βαγγελιώ, εξέφρασε όλα εκείνα τα ερωτικά στοιχεία που έκαναν τον Γιωργή να την ερωτευτεί, αλλά δεν δίστασε να δείξει με τρόπο ρεαλιστικό και μεταφυσικό τον πόνο και το ηθικό δίλημμα. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στην κινησιολογία της, η οποία έδινε την αίσθηση του άπιαστου και του ανεκπλήρωτου.
Εξαιρετική κινησιολογία και εκφραστικότητα είχε και ο Γιάννης Παπαδόπουλος ως Γιώργης, που μας εξέπληξε ευχάριστα με το ταλέντο του. Ενέταξε στο ρόλο του τον αυθορμητισμό του εφήβου, την ακατάπαυστη επιθυμία για έρωτα, την αέναη φλόγα για καθετί μεγάλο, απαγορευμένο και ίσως μη ρεαλιστικό. Ταυτίστηκε πλήρως με τον χαρακτήρα που ενσάρκωνε κι έτσι βλέπαμε μπροστά μας τον ίδιο τον Γιωργή. Ανάλογο συναίσθημα μας προκάλεσε και η ερμηνεία της Τάνιας Τσανακλίδου όπου, εστιάζοντας καθαρά στο υποκριτικό της ταλέντο, μας εντυπωσίασε. Απέδωσε με πολύ πειστικό τρόπο τον πόνο της μάνας, την υπερπροστατευτικότητα από το φόβο μη μείνει μόνη και την αγάπη προς το παιδί της. Ειδικά προς το τέλος, μας συγκίνησε ιδιαίτερα ξεδιπλώνοντας στη σκηνή τον ψυχισμό της ως γυναίκας που βιώνει τη σωματική και ψυχική φθορά. Η ηθοποιός Τάνια μας χάρισε και μερικές όμορφες μουσικές στιγμές με τη φωνή της, που τόσο αγαπάμε.
Πρόκειται για μια παράσταση αρκετά συγκινητική, με εύστοχη σκηνοθεσία και πολύ καλές ερμηνείες. Παρόλα αυτά μας έλειψε η ατμοσφαιρικότητα και το μυσταγωγικό κλίμα που, ίσως, να αρμόζει σε ένα τέτοιο κείμενο. Αυτό μπορεί να οφείλεται και στην υψηλή – σε κάποια σημεία- ένταση της μουσικής που πιθανόν να μην επέτρεπε στον θεατή να νιώσει 100% μέσα στην παράσταση. Η ιστορία του "Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα" ή της "Πρώτης αγάπης" αγγίζει θέματα λεπτά, όπως η σύγκρουση με την κοινωνία αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό, που δεν λείπουν ακόμη κι από τη σημερινή πραγματικότητα.