Νίκος Καζαντζάκης: Προσεγγίσεις σε θέατρο και κινηματογράφο | Μέρος Β'

«Δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει».
Διαβάστηκε φορες
Το παρόν άρθρο αποτελεί προϊόν μίας πολύ ενδιαφέρουσας συζήτησης και αναζήτησης της ομάδας θεάτρου του Mix Grill, η οποία έρχεται να παρουσιάσει με κάθε επιφύλαξη σκέψεις γύρω από το θέμα «Ο Καζαντζάκης στο θέατρο», αν μας επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον τίτλο. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στη σχέση του Καζαντζάκη με τον κινηματογράφο, απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέταση της μεταφοράς των έργων του στο θέατρο.

Με αφορμή, λοιπόν, τα παραπάνω θα προχωρήσουμε πρώτα στην παράθεση των έργων του Καζαντζάκη που μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη με έναν πολύ μικρό σχολιασμό κι έπειτα θα αναφερθούμε στις θεατρικές μεταφορές έργων του που έχουμε παρακολουθήσει τα τελευταία δύο χρόνια: «Ασκητική», «Ζορμπάς», «Καπετάν Μιχάλης», «Αναφορά στον Γκρέκο».


Σκέψεις

Η ιδιαιτερότητα του Νίκου Καζαντζάκη έγκειται στην εναλλαγή δυσνόητων για το ευρύ κοινό φιλοσοφικών στοχασμών και  αφηγήσεων λεπτομερώς επεξεργασμένων που απευθύνονται σε όλους. Η αμφιλεγόμενη αυτή προσωπικότητα μέσα και από τη συγγραφική πορεία, έχει παρερμηνευθεί και  δίνει την εικόνα του δυσπρόσιτου, εύθραυστου, μοναχικού φιλοσόφου. Όμως αυτή η ανάγνωση είναι σαφώς μονομερής, αν λάβει κανείς υπόψη τα μυθιστορήματά του, στα οποία στράφηκε με στόχο να επικοινωνήσει και να καταστήσει σαφείς τους στοχασμούς του σε ένα ευρύτερο κοινό, καθώς και την επιθυμία του να ασχοληθεί με την έβδομη τέχνη, τον κινηματογράφο. 


Η σχέση με τον κινηματογράφο

Η σχέση με τον κινηματογράφο είναι μια άγνωστη στους περισσότερους πτυχή του Νίκου Καζαντζάκη, στην οποία θα αναφερθούμε πολύ σύντομα παραθέτοντας κυρίως τα βασικά σημεία της πολύ ενδιαφέρουσας παρουσίασης του βιβλίου του Θανάση Αγάθου, επίκουρου καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστήμιου Αθηνών, «Ο Καζαντζάκης στον κινηματογράφο» που παρακολουθήσαμε πρόσφατα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. 

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σοβιετική Ένωση κι επηρεασμένος από την εγχώρια παραγωγή στράφηκε στη συγγραφή σεναρίων με σκοπό την απόδοσή τους στον κινηματογράφο, κάτι που δε συνέβη. Χαρακτηριστικά αναφέρθηκε η απόρριψη του τελευταίου σεναρίου του «Μια ελληνική οικογένεια» από τον διευθυντή της Fox στην Ελλάδα. Αντ’ αυτού γυρίστηκε η ταινία «Το παιδί και το δελφίνι» με τη Σοφία Λόρεν στην Ύδρα.

Ο Καζαντζάκης απευθυνόμενος στη γυναίκα του Ελένη Σαμίου, είχε πει κάποτε: «Να κατορθώνω να μετατρέπω σε εικόνα απλή, καθαρή την αφηρημένη έννοια, να η μεγάλη μου επιθυμία». Τα λόγια αυτά που αναφέρονται στην επιρροή την οποία άσκησε ο κινηματογράφος στην Οδύσσειά του, αποτελούν τη βάση των μεταγενέστερων και πιο πολύπλοκων απόψεών του για την Έβδομη Τέχνη, το απόσταγμα των μαθημάτων που πήρε από τις διάφορες ταινίες και που αργότερα εφάρμοσε στα γραπτά του.

Ενδεικτικά, αναφέρονται οι εξής τίτλοι:

Το Κόκκινο Μαντίλι
Άγιος Παχώμιος και Σία
Μουχαμέτης
Μια Έκλειψη Ηλίου
Λένιν (σχέδιο σεναρίου)
Βούδας
Δον Κιχώτης
Δεκαήμερο
Αιώνια Ελλάδα (σχέδιο σεναρίου)

Έργα που διασκευάστηκαν και μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, καθώς και ταινίες που βασίζονται σε περισσότερα από ένα έργα του:

1957: «Εκείνος που έπρεπε να πεθάνει» ή «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» γαλλικής παραγωγής, σκηνοθέτης Ζυλ Ντασέν βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα.
1964:«Αλέξης Ζορμπάς», ελληνοβρετανικής παραγωγής σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα.
1973: «Δίαυλος Υ», μικρού μήκους ταινία βασισμένη στην «Ασκητική», σε σκηνοθεσία Διονύση Μαλούχου.
1988: «Ο τελευταίος πειρασμός» αμερικάνικης παραγωγής σε σκηνοθεσία Μάρτιν Σκορσέζε και πάλι από το ομώνυμο μυθιστόρημα.
•       2017: «Καζαντζάκης» ταινία του 2017 διεθνούς παραγωγής σε σκηνοθεσία Γιάννη Σμαραγδή, βασισμένη στο βιβλίο του Αναφορά στον Γκρέκο.

Η νέα ταινία του Γιάννη Σμαραγδή για το Νίκο Καζαντζάκη, η οποία βασίζεται πάνω στην πνευματική αυτοβιογραφία του μεγάλου Έλληνα και ταυτόχρονα οικουμενικού συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, «Αναφορά στον Γκρέκο», απέσπασε συλλήβδην αποθαρρυντικές κριτικές από θεατές αλλά κυρίως από κριτικούς θεάτρου. Ενδεικτικοί χαρακτηρισμοί της ταινίας: «Τραγέλαφος», «Η – τουλάχιστον σοκαριστική – ματιά του Γιάννη Σμαραγδή πάνω στο Νίκο Καζαντζάκη», «Καρικατούρα», «Άσπιλη, μονοδιάστατη αγιογραφία», «Θυμίζει περισσότερο επεισόδιο Τούρκικης σειράς ή Ελληνικής σαπουνόπερας, παρά μια βιογραφική ταινία η οποία αρμόζει σε τέτοια προσωπικότητα». Μετά το απογοητευτικό «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι», ο Γιάννης Σμαραγδής υπέγραψε μάλλον την «καταδίκη» του, παρά μια φιλόδοξη παραγωγή. 

Κι εδώ τίθεται το εξής ερώτημα: Αφού ούτε ο Γιάννης Σμαραγδής κατάφερε με το πλούσιο υλικό που διέθετε από τις Εκδόσεις Καζαντζάκη, να παρουσιάσει ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα, υπάρχει κάποιος που να μπορεί ειλικρινά να αναμετρηθεί με αυτό το μεγάλο κεφάλαιο «Νίκος Καζαντζάκης», χωρίς να πουλάει «κουτόχορτο» στο κοινό του; Γιατί οι μεγάλες ελληνικές παραγωγές καταφέρνουν σχεδόν πάντα να απογοητεύουν το κοινό τους, είτε στο θέατρο είτε στον κινηματογράφο; 

Βάσει, λοιπόν των προαναφερθέντων, μία σκέψη στην οποία εύκολα καταλήγει ο αναγνώστης - θεατής είναι πως τα έργα του Καζαντζάκη δεν μπορούν να αποδοθούν στον κινηματογράφο χωρίς να υποστούν την όποια επεξεργασία ή να διασκευαστούν. Οι δύσκολες, αφηρημένες έννοιες, η εναλλαγή τοπίων, οι πολλοί χαρακτήρες δεν ευνοούν τη μεταφορά. Όπως μάλιστα παρατήρησε ο Βασίλης Βασιλικός, αν οι ταινίες που έλαβαν χώρα είχαν μεταφέρει αυτούσιο το έργο του Καζαντζάκη, δεν θα είχαν επιτυχία.


Θέατρο

Το ίδιο έχουμε να παρατηρήσουμε κι εμείς αναφορικά με το θέατρο. Οι παραστάσεις που επιδιώκουν να αποδώσουν ακριβώς το εκάστοτε έργο του Καζαντζάκη προβάλλοντας τον φιλοσοφικό στοχασμό, συνήθως παρουσιάζουν κάτι ημιτελές που δεν γίνεται κατανοητό. Αντίστοιχα μεγάλες παραγωγές με πομπώδες ύφος που προσπαθούν να παρουσιάσουν ένα έργο στο σύνολό του, χωλαίνουν, καθώς δεν εστιάζουν σε σημαντικά σημεία. 

Προτιμάται επομένως, να πηγαίνει κανείς σε μικρές παραγωγές, που με μόνο κίνητρό τους την αλήθεια και το σεβασμό γι’ αυτό που κάνουν παρουσιάζουν ένα αυθεντικό αποτέλεσμα, παρά σε οτιδήποτε άλλο που «παίζει» με την αισθητική και το μυαλό μας. Λαμπρό παράδειγμα ο «Καπετάν Μιχάλης».

Το έργο «Καπετάν Μιχάλης» του Νίκου Καζαντζάκη από την Ομάδα Mist, σε σκηνοθεσία Βασίλη Βασιλάκη φιλοξενείται από τις 16 Οκτωβρίου στο Θέατρο «Τόπος Αλλού», ενώ θα βρίσκεται εκεί μέχρι τις 16 Γενάρη 2018. 

Το 2017 αναδείχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού ως «έτος Νίκου Καζαντζάκη». Πολλοί θίασοι, παραγωγοί, σκηνοθέτες, ηθοποιοί έσπευσαν να μεταφέρουν τα σπουδαία έργα του στη θεατρική σκηνή.

Έχοντας λοιπόν πάει σε αρκετές από αυτές  -και μάλιστα και σε μεγάλες παραγωγές- μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, πως ετούτη εδώ ξεχώρισε με διαφορά από τις υπόλοιπες. Πρώτα απ’ όλα για την πιστή μεταφορά και δραματοποίηση του μυθιστορήματος, για την εμπνευσμένη, στιβαρή, ευρηματική και ρέουσα σκηνοθεσία, αλλά και για το ρυθμό των μεταβάσεων από τη μία σκηνή στην άλλη. 

Αγνό και καθάριο από τεχνολογικά ευρήματα της εποχής προς χάριν εντυπωσιασμού, δεν προσπάθησε να μεταπλάσει το κείμενο, αλλά να το αποδώσει ακριβώς όπως είναι. Κρατώντας αυτούσιους τους κρητικούς ιδιωματισμούς, το ύφος, τους διαλόγους και τις αφηγήσεις του κειμένου, ο θεατής ήρθε σε επαφή με την αληθινή ταυτότητα του έργου και των ηρώων του Καζαντζάκη.

Συνολικά ήταν μια καλοδουλεμένη παράσταση με ταυτότητα και χαρακτήρα, που μετέφερε με πιστότητα και αυθεντικότητα το μεγάλο αυτό έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Την παρουσίασαν, όπως θα το ήθελε εκείνος, με σεβασμό και τιμιότητα. Δεν εμπορευματοποίησαν το έργο, δεν εκμεταλλεύτηκαν τον ετήσιο εορτασμό του και δεν εκβίασαν το συναίσθημα του θεατή, αλλά προσέγγισαν το κείμενο όπως του άρμοζε.



Θεατρική διασκευή του πιο προσιτού στο κοινό και πολυμεταφρασμένου μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» από τους Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή και μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Σαφείς αναφορές γίνονται και στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη. Στο σύνολό της ήταν μία καλή παράσταση, αν την συγκρίνουμε όμως με την ταινία του Κακογιάννη και ακόμη περισσότερο με το βιβλίο, κάπου χωλαίνει και προκύπτουν αρκετοί προβληματισμοί.

Παρόλο που εκφράστηκαν κάποιες ανησυχίες και στοχασμοί, επί της ουσίας δεν αντιληφθήκαμε την αντίθεση της φιλοσοφίας των δύο ηρώων, ούτε έγινε κατανοητή η μεταστροφή του αφεντικού από έναν άνθρωπο του πνεύματος σε έναν άνθρωπο που αποδέχεται τελικά τις επίγειες απολαύσεις. Η αέναη ανησυχία του συγγραφέα για τη θέση του ανθρώπου στο σύμπαν, για τη σχέση με τον θεό, οι φιλοσοφικές του αναζητήσεις δεν εκφράστηκαν στον βαθμό που άρμοζε. Δύο πολύ σημαντικές σκηνές για την πλοκή και τους χαρακτήρες -αν όχι οι σημαντικότερες - των οποίων η απόδοσή τους δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μας ήταν ο θάνατος της χήρας και ο θάνατος της Μαντάμ Ορτάνς.

Η σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή ήταν αρκετά έξυπνη. Οι ερμηνείες ήταν πολύ καλές με την Ταμίλα Κουλίεβα να ξεχωρίζει ως Μαντάμ Ορτάνς και τον Τάκη Παπαματθαίου ως Μιμιθός.

Συνοψίζοντας, η υπερπαραγωγή του καλοκαιριού μας προβλημάτισε αρκετά. Ένα καλό αποτέλεσμα, που δεν ανταποκρίθηκε τουλάχιστον μέχρι στιγμής στις προσδοκίες των περισσότερων θεατών.




Μία παράσταση σε θεατρική προσαρμογή, σκηνοθεσία κι ερμηνεία Τάκη Χρυσικάκου με συνεργάτιδα σκηνοθέτη την Εμμανουέλα Αλεξίου. Ο ίδιος ο Τάκης Χρυσικάκος μας καθήλωσε με την ερμηνεία του, ενώ οι μουσικοί Γεωργία Νταγάκη και Μανώλης Ανδρουλιδάκης μας έκαναν να ανατριχιάσουμε, με μία κιθάρα, μία λύρα και μία μαγική φωνή σε μουσικές επιλογές του Χαΐνη Δημήτρη Αποστολάκη. Πρόκειται για μία από τις καλύτερες παραστάσεις της περασμένης χρονιάς που τοποθέτησε τον πήχη πολύ ψηλά.

Η ερμηνεία του Τάκη Χρυσικάκου ήταν θα λέγαμε αψεγάδιαστη. Τρομακτικά ίδιος στην αρχή του έργου με τον συγγραφέα, φορώντας το σακάκι και τα γυαλιά του. Μα, κι έπειτα, αισθάνεσαι πως βρίσκεται ο ίδιος ο συγγραφέας μπροστά σου και σου μιλά για τα παιδικά του χρόνια, τους ανθρώπους που γνώρισε και θαύμασε. Ο τόνος της φωνής, η χροιά, οι εκφράσεις, οι υποτιθέμενοι διάλογοι που αναπαριστούσε μπροστά μας, όλα σε έκαναν να πιστεύεις πως έχεις μεταφερθεί κάπου και σου μιλά ο ίδιος, με τόσο σθένος και πάθος για όλα αυτά που έμαθε, για όλα αυτά που κληρονόμησε. Και τώρα πια κατέχουμε κι εμείς ένα μικρό κομμάτι από εκείνον κι αισθανόμαστε πιο ώριμοι. Ο ηθοποιός απέδωσε το ρόλο του με τόση ωριμότητα, σεβασμό και δύναμη ψυχής και παρουσιάστηκε μπροστά μας με φυσικότητα να εκτίθεται και να ζει ο ίδιος τη ζωή του ανθρώπου που ενσάρκωνε.

Οι μουσικές επιλογές ήταν εξαιρετικές και συμπλήρωσαν μοναδικά την ερμηνεία του Τάκη Χρυσικάκου. Αποτέλεσαν το καλύτερο μέσο για τη μετάβαση από το ένα θέμα στο άλλο, δίνοντας παράλληλα σάρκα και οστά σε ό,τι είχε διηγηθεί πριν από λίγο ο ηθοποιός. Ανατριχίλα και συγκίνηση στο άκουσμα της ιδιαίτερης αυτής μουσικής, που μόνο με μία κιθάρα και μία λύρα μπορεί να σε κατακλύσει και να σε ταξιδέψει. Η φωνή της Γεωργίας Νταγάκη στεντόρεια, γεμάτη συναίσθημα. Τραγουδούσαν μαζί τα μάτια της, άρα η ψυχή της.

Μια παράσταση που μας παρέσυρε!


Ασκητική


Μεταφορά του φιλοσοφικού κειμένου «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη με τους Νικήτα Τσακίρογλου, Θάλεια Αργυρίου και τέσσερις ακόμη ταλαντούχους ηθοποιούς, σε σκηνοθεσία Πάνου Αγγελόπουλου και μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου. Η παράσταση μας προβλημάτισε αρκετά. Δεν μας συνεπήρε, δεν νιώσαμε να μοιραζόμαστε, να βιώνουμε τον προβληματισμό με τους ηθοποιούς. 

Προφανώς αυτό είναι κάτι υποκειμενικό, είναι όμως και κάτι που μπορούμε να αντιληφθούμε ως έναν βαθμό από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η αλήθεια είναι πως η παράσταση δυσκόλεψε το κοινό. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για μία πολύ μεγάλη προσπάθεια, η οποία γνωρίζει μεγάλη επιτυχία κατά γενική ομολογία και πως, ακόμα, κι αν σε εμάς φάνηκε λίγο τραχιά και δεν μπορέσαμε να μπούμε στο πνεύμα, μας έδωσε τροφή για προβληματισμό και σκέψη. 

Αξίζει να σημειωθεί πως τις καλύτερες κριτικές απέσπασε η ερμηνεία της Κατερίνας Διδασκάλου τις προηγούμενες εβδομάδες, την οποία δεν είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε. Η ερμηνεία όμως της Θάλειας Αργυρίου στη θέση της, είχε πολύ συναίσθημα ενώ ο Νικήτας Τσακίρογλου υπήρξε απλός, σίγουρος, σταθερός. Αλλά και οι ηθοποιοί που τους πλαισίωναν, απέδωσαν αρκετά εύστοχα το κείμενο.

Η μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου, αρκετά διακριτική και ταιριαστή, η ένταση όμως ήταν τόσο υψηλή, που ίσως να κούραζε σε κάποια σημεία τον θεατή, ο οποίος παράλληλα έπρεπε να προσέχει τόσο το σκηνικό, όσο και την προβολή στο βάθος και τις ερμηνείες. Η προβολή σκοπό είχε τόσο να ενημερώνει τους θεατές για τη ροή του κειμένου (προβάλλονταν οι τίτλοι των κεφαλαίων), όσο και να σχολιάζει με τρόπο ενδιαφέροντα όσα λέγονταν και να τα συνδέει με κάποια γεγονότα. Κάτι παρακινδυνευμένο για ένα τέτοιο κείμενο. Κάποιοι πειραματισμοί μάλλον δεν εξυπηρέτησαν τελικά τον σκοπό τους, αναγνωρίζεται όμως το ρίσκο αυτής της πρωτοβουλίας.


***********************************************************


Κάπου εδώ φτάνει στο τέλος της η προσέγγισή μας όσον αφορά στη δραματοποίηση των έργων του Καζαντζάκη στον κινηματογράφο και κυρίως στο θέατρο. Αυτή η μικρή σε σχέση με το μεγαλείο του συγγραφέα προσπάθεια αποτελεί έναν φόρο τιμής από την ομάδα θεάτρου του Mix Grill. Ασφαλώς, θέματα που άπτονται του Νίκου Καζαντζάκη χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης και δεν μπορεί να αποδοθεί η πολυδιάστατη προσωπικότητα και συνάμα συγγραφική του πορεία μέσα σε λίγες γραμμές.  

Αδιαμφισβήτητα, πρόκειται για έναν συγγραφέα που απασχόλησε, απασχολεί και θα αποσχολεί τόσο μέσα από τα έργα του όσο και μέσα από τις διασκευές και μεταφορές τους στη μεγάλη οθόνη και στο θεατρικό σανίδι. 


Κλείνοντας με κάτι πολύ ενδιαφέρον

Γιατί να διαβάζουμε Καζαντζάκη τον 21ο αιώνα;

Το έργο του Καζαντζάκη δεν διαβαζόταν και πολύ στην Ελλάδα του ’60. Έκανε βέβαια ένα εντυπωσιακό ξεκίνημα ως θεατρικός συγγραφέας κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, όμως αυτό γρήγορα ξεθύμανε με συνέπεια να διαβάζεται κυρίως ως συγγραφέας ταξιδιωτικών αφηγήσεων και να γίνεται δεκτός ως φιλόσοφος παρά ως καλλιτέχνης.

Ο Cupitt μας πληροφορεί ότι οι ανησυχίες του Καζαντζάκη είναι ακόμη ζωντανές και παραμένουν αναπάντητες. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους για το ότι πρέπει να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε μ’ αυτόν όχι μόνο στον 21ο, αλλά και στον 22ο αιώνα - να τον διαβάζουμε όμως σαν καλλιτέχνη και όχι σαν κάποιο μη-καλλιτεχνικό φιλόσοφο.

Είκοσι ιστορικές φράσεις του Νίκου Καζαντζάκη που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του:

1. «Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε».
2. «Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά».
3. «Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα».
4. «Ν’ αγαπάς την ευθύνη να λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω».
5. «Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις – το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ‘ναι πολύ αργά».
6. «Δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει».
7. «Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει».
8. «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο• καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο• το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή».
9. «Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ…»
10. «Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος – αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα ‘ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος – σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται».

11. «Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει».
12. «Ολάνθιστος γκρεμός της γυναικός το σώμα».
13. «Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;»
14. «Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα».
15. «H καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες – φύσηξε, Χριστέ μου, να γίνουν πεταλούδες!»
16. «Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα».
17. «Το ψέμα είναι ανανδρία».
18. «Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;»
19. «Tι θα πει λεύτερος; Αυτός που δεν φοβάται το θάνατο».
20. «Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε».

Αξιολόγηση
Βαθμολογήστε το άρθρο
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα