Φραντς Κάφκα, ο συγγραφέας του απόλυτα λογικού σουρεαλισμού, ενός σουρεαλισμού, δηλαδή, που διαθέτει συνέπεια, συνειρμό και συνοχή. Κόσμοι βγαλμένοι από την καθημερινότητα, διακοσμημένοι με φαντασία και εμποτισμένοι με μελαγχολία, ατμόσφαιρες αποπνικτικές, μουντές και χαρακτήρες καθ' όλα ανθρώπινοι, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά συνθέτουν τις ιστορίες του γερμανόφωνου Εβραίου από την Τσεχία. Γνώριμη πλέον τακτική στο αφαιρετικό θέατρο του 21ου αιώνα αποτελεί η διασκευή σε θεατρικό λόγο αριστουργημάτων της διεθνούς λογοτεχνίας. Δυστυχώς, η συγκεκριμένη διαδικασία δεν πετυχαίνει πάντα, κυρίως ως προς τη μεταφορά της «λογοτεχνικής ατμόσφαιρας» στο θεατρικό σανίδι. «Η Δίκη του Κ.», σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, σίγουρα, ανήκει στην κατηγορία των απόλυτα επιτυχημένων θεατρικών διασκευών με το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης μεταφοράς να είναι εντυπωσιακό.
Σε μια προσπάθεια αποδελτίωσης της παράστασης που παρουσιάζεται για 2η χρονιά στο θέατρο Πόρτα, μετά την τεράστια περσινή της επιτυχία, θα αφιερώσω πολύ λίγες γραμμές για την υπόθεση του έργου, έχοντας πάρα πολλά σημεία της παράστασης να καταγράψω. Ουσιαστικά, η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τον Γιόσεφ Κ., έναν τραπεζικό υπάλληλο, ο οποίος ένα πρωί κατηγορείται και διώκεται από το νόμο για κάτι που κανείς δεν ξέρει. Σε έναν ακόμη παραλογισμό της τυφλής και ισόνομης δικαιοσύνης, ο πρωταγωνιστής καλείται να καταθέσει ενώπιον του δικαστηρίου και να παραδεχθεί ότι παρέβηκε το νόμο, χωρίς να μαθαίνει ποτέ με ποιόν τρόπο το έπραξε αυτό. Τελικά, αν και αποζητά απελπισμένα βοήθεια πότε σε βετεράνους δικηγόρους, πότε σε ζωγράφους και πότε σε ιερείς, ο Γίοσεφ Κ. εκτελείται για το αόρατο ατόπημά του.
Από την πρώτη στιγμή που μπήκαμε στην αίθουσα του θεάτρου Πόρτα, τα όσα είδαμε μας κέντρισαν κατευθείαν το ενδιαφέρον. Τα ασύμμετρα σκηνικά, σε μπεζ, λευκό και μαύρο χρώματα, ο έντονος κυβισμός και η προοπτική την οποία παρουσίαζαν τα ζωγραφισμένα σπετσάτα, σε συνδυασμό με τον καπνό και τον χαμηλό, κιτρινωπό φωτισμό δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα όντως αποπνικτική και σουρεαλιστική, με τον σκηνοθέτη και την σκηνογράφο Ευαγγελία Θεριανού να μένουν πιστοί στο περιβάλλον του βιβλίου. Επί σκηνής μας περιμένει ο Γίοσεφ Κ. (Μιχάλης Συριόπουλος) χτυπώντας με δύναμη τα κουμπιά της γραφομηχανής που έχει μπροστά του. Ρόλο ταξιθετών αναλαμβάνουν δύο εκ των ηθοποιών, οι οποίοι, ντυμένοι και ξυρισμένοι στο πνεύμα της εποχής του έργου, μας οδηγούν στις θέσεις μας. Απορία όλων αποτέλεσε ο λόγος για τον οποίο οι ηθοποιοί ήταν και ταξιθέτες, με την απάντηση να έρχεται μετά το τέλος της παράστασης ως λογική συνέπεια: Με τόσους ρόλους που υποδύθηκαν αυτοί οι άνθρωποι επί σκηνής, ο ρόλος του ταξιθέτη έμελλε να είναι ο πιο εύκολος. Στο αρχικό κόνσεπτ πριν την έναρξη της παράστασης, προστέθηκαν και οι παρουσίες άλλων τριών ηθοποιών στη σκηνή, που, στην πλάτη του πρωταγωνιστή, επιδίδονταν σε ένα παιχνίδι μετακίνησης των επίπλων και κυνηγητού.
Τα φώτα τελικά σβήνουν και η παράσταση αρχίζει με ένα τεράστιο Κ να σχηματίζεται στη σκηνή από κάποιον προβολέα, μια εξαιρετικά λεπτεπίλεπτη υπογραφή που θα εμφανιζόταν και μετά το διάλειμμα, στην έναρξη του δευτέρου μέρους. Ο μετρονόμος στη δεξιά πλευρά της σκηνής μπαίνει σε λειτουργία και ένα απόλυτα ρυθμικό και γεμάτο ζωντάνια και ενέργεια ταξίδι στον κόσμο του παραλόγου, ξεκινάει. Ένα χαρακτηριστικό, βασικό στο έργο του Κάφκα, είναι ότι ενώ το περιβάλλον του χώρου φαντάζει ζοφερό και σκοτεινό, η πλοκή και οι χαρακτήρες απεικονίζονται ως άνθρωποι αστείοι και πολλές φορές τραγελαφικοί. Μέσα από τη σοβαροφάνεια των δημόσιων υπαλλήλων του έργου και την καθυπόταξή τους σε διατάξεις και κανόνες που κανείς δεν ξέρει γιατί υπηρετούνται, οι χαρακτήρες της σκηνής, απλοί πολίτες όπως και οι θεατές, προσφέρουν πραγματικά πολλές στιγμές γεμάτες χιούμορ τόσο ποιοτικό όσο και καυστικό. Σε μία πολύ χαρακτηριστική στιγμή των όσων περιγράφουμε, ο ένας απ’ τους δύο άντρες που καταφθάνουν στο σπίτι του Γιόσεφ Κ. για να του ανακοινώσουν ότι συλλαμβάνεται, με τον κατηγορούμενο να αντιδρά στα όσα ακούει, γυρίζει και του λέει «Επειδή δε γνωρίζεις αυτόν το νόμο, αυτό δε σημαίνει πως δε θα τον αντιμετωπίσεις κιόλας.»
Την ευρύτερη ονειρική ατμόσφαιρα που δημιούργησε ο Μοσχόπουλος στη σκηνή, την επισφραγίζει με σκηνοθετικά ευρήματα όπως οι μάσκες που φορούσαν οι διάφοροι κατευθυνόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι, των οποίων τα χέρια κουνούσαν άλλοι ηθοποιοί από πίσω τους, σα ζωντανές μαριονέτες, εξωτερικεύοντας με αυτό τον τρόπο την ιδέα πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι τίποτα περισσότερο από ζωντανά ανδρείκελα. Επίσης, ο καταπληκτικός φωτισμός της Σοφίας Αλεξιάδου, συνέβαλε τα μέγιστα στο πολύ υψηλού επιπέδου αποτέλεσμα που παρουσιάσθηκε. Σημείο κλειδί υπήρξαν οι δύο επίγειοι προβολείς, οι οποίοι στο λευκό φόντο των σκηνικών, δημιουργούσαν πραγματικά καταπληκτικές σκιές και αναπαραστάσεις των γενόμενων. Η κλασσική μουσική και διάφορα μικρά ηχητικά εφέ ανά στιγμές βελτίωναν το σύνολο του θεάματος. Όμως, πέρα απ’ όλα τα παραπάνω, το πολύ υψηλό επίπεδο της παράστασης απέρρεε κατά κύριο λόγο από τον αξιοθαύμαστο συντονισμό και την ομοιομορφία του δεκαμελούς θιάσου, κυρίως, νέων ηθοποιών.
Ο Παντελής Βασιλόπουλος, η Ελένη Βλάχου, ο Μάνος Γαλάνης, ο Θάνος Λέκκας, ο Μιχάλης Μιχαλακίδης, η Ειρήνη Μπούνταλη, η Κίττυ Παιταζόγλου, ο Φοίβος Συμεωνίδης και ο Σωκράτης Πατσίκας με αιχμή του δόρατος τον πρωταγωνιστή Μιχάλη Συριόπουλο, παρουσιάσθηκαν επί σκηνής σαν μια καλοδουλεμένη και απόλυτα πειθαρχημένη θεατρική μηχανή γιατί περί μηχανής επρόκειτο κάποιες στιγμές και όχι περί ανθρώπων. Μεστοί, διακριτοί, ο καθένας με το ρόλο του και όλοι μαζί μια ομάδα, οι δέκα αυτοί άνθρωποι χόρεψαν για περίπου δύο ώρες σε ρυθμούς πολλές φορές εκστατικούς. Ίσως, λοιπόν, το διάλειμμα, περίπου στα μισά του έργου, δεν έγινε για να ξεκουραστούν οι θεατές, αλλά για να πάρουν μιαν ανάσα οι ηθοποιοί. Τι να πρωτοδιαλέξουμε για να περιγράψουμε; Τα ακροβατικά της Κίττυς Παιτάζογλου; Τον εξαιρετικό Θάνο Λέκκα είτε στο ρόλο του χορού είτε ως ζωγράφο; Τον επιβλητικό ιερέα Φοίβο Συμεωνίδη; Το αστυνομικό δίδυμο - φωτιά των Μιχάλη Μιχαλακίδη και Παντελή Βασιλόπουλου; Ή μήπως τον εξαιρετικό Μιχάλη Συριόπουλο που ακροβατούσε ανάμεσα στα ποικίλα συναισθηματικά επίπεδα του χαρακτήρα του, λες και ο ίδιος είχε ζήσει την παράνοια της ελληνικής δικαιοσύνης (κατάσταση διόλου φανταστική); Πραγματικά ήταν όλοι τους τόσο προσηλωμένοι σ’ αυτό που είχαν να κάνουν, που μόνο μπράβο μπορεί κανείς να πει. Ιδιαίτερη μνεία, προσωπικά, δίνεται στον Θάνο Λέκκα για όλη του την παρουσία στο έργο, απ’ τη στιγμή που μπήκαμε στο θέατρο μέχρι την τελευταία υπόκλιση που εκείνος τράβηξε τους συναδέλφους του να ξαναβγούν για μια τέταρτη φορά, καθώς τα χειροκροτήματα έπεφταν βροχή.
Κλείνοντας, την παράσταση «Η Δίκη του Κ.» αξίζει να τη δει κανείς, όχι μόνο για το απόλυτα λογικό αντίτιμο του εισιτηρίου (12€ το κανονικό, 10€ το φοιτητικό), αλλά κυρίως γιατί τόσο καλοκουρδισμένος θίασος και τέτοια λεπτομερής δουλειά δεν αποτελούν σύνηθες φαινόμενο. Επίσης, επιτρέψτε μας, χαριτολογώντας, να πούμε πως αν και ο Φραντς Κάφκα είχε ζητήσει από τον επιστήθιο φίλο του Μαξ Μπροντ να καταστρέψει τα έργα του μετά το θάνατό του, αλλά εκείνος για χάρη της παγκόσμιας λογοτεχνίας αθέτησε την υπόσχεση που έδωσε, η διασκευή του Μοσχόπουλου και η θεατρική μεταφορά του συγκεκριμένου κειμένου είναι τόσο καλή που και ο ίδιος ο συγγραφέας θα χαιρόταν ειλικρινά άμα βρισκόταν στα κόκκινα καθίσματα του θεάτρου Πόρτα. Πάντως, όπως ο σκηνοθέτης μας ενημερώνει στο πρόγραμμα της παράστασης, ο Κάφκα το 1991 γνωρίστηκε και συνδέθηκε με βαθειά φιλία με ένα Πολωνό θιασάρχη. Αυτή του η συναναστροφή πρόσφερε στο μετέπειτα έργο του ένα έντονα θεατρικό ύφος. Σαφές συγγραφικό δείγμα αυτής της εξέλιξης του συγγραφέα δεν ήταν άλλο από τη «Δίκη».
Συντελεστές Παράστασης
Διασκευή-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Παντελής Φλατσούσης
Βοηθός σκηνογράφου: Πολυάννα Βλατή
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Με τους: Σωκράτη Πατσίκα, Μιχάλη Συριόπουλο, Κίττυ Παϊταζόγλου, Θάνο Λέκκα, Μάνο Γαλάνη, Ειρήνη Μπούνταλη, Παντελή Βασιλόπουλο, Μιχάλη Μιχαλακίδη, Ελένη Βλάχου, Φοίβο Συμεωνίδη
Πληροφορίες παράστασης
Θέατρο Πόρτα, Μεσογείων 59
Ημέρες & Ώρες παραστάσεων: Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή 21.15
Τιμές εισιτηρίων: Κανονικό: Παρασκευή & Σάββατο 15 ευρώ, Κυριακή 12 ευρώ
Φοιτητικό, ΑΜΕΑ, άνω των 65, ομαδικό (άνω των 10 ατόμων): 10 ευρώ
Ανέργων 8 ευρώ
Σε μια προσπάθεια αποδελτίωσης της παράστασης που παρουσιάζεται για 2η χρονιά στο θέατρο Πόρτα, μετά την τεράστια περσινή της επιτυχία, θα αφιερώσω πολύ λίγες γραμμές για την υπόθεση του έργου, έχοντας πάρα πολλά σημεία της παράστασης να καταγράψω. Ουσιαστικά, η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τον Γιόσεφ Κ., έναν τραπεζικό υπάλληλο, ο οποίος ένα πρωί κατηγορείται και διώκεται από το νόμο για κάτι που κανείς δεν ξέρει. Σε έναν ακόμη παραλογισμό της τυφλής και ισόνομης δικαιοσύνης, ο πρωταγωνιστής καλείται να καταθέσει ενώπιον του δικαστηρίου και να παραδεχθεί ότι παρέβηκε το νόμο, χωρίς να μαθαίνει ποτέ με ποιόν τρόπο το έπραξε αυτό. Τελικά, αν και αποζητά απελπισμένα βοήθεια πότε σε βετεράνους δικηγόρους, πότε σε ζωγράφους και πότε σε ιερείς, ο Γίοσεφ Κ. εκτελείται για το αόρατο ατόπημά του.
Από την πρώτη στιγμή που μπήκαμε στην αίθουσα του θεάτρου Πόρτα, τα όσα είδαμε μας κέντρισαν κατευθείαν το ενδιαφέρον. Τα ασύμμετρα σκηνικά, σε μπεζ, λευκό και μαύρο χρώματα, ο έντονος κυβισμός και η προοπτική την οποία παρουσίαζαν τα ζωγραφισμένα σπετσάτα, σε συνδυασμό με τον καπνό και τον χαμηλό, κιτρινωπό φωτισμό δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα όντως αποπνικτική και σουρεαλιστική, με τον σκηνοθέτη και την σκηνογράφο Ευαγγελία Θεριανού να μένουν πιστοί στο περιβάλλον του βιβλίου. Επί σκηνής μας περιμένει ο Γίοσεφ Κ. (Μιχάλης Συριόπουλος) χτυπώντας με δύναμη τα κουμπιά της γραφομηχανής που έχει μπροστά του. Ρόλο ταξιθετών αναλαμβάνουν δύο εκ των ηθοποιών, οι οποίοι, ντυμένοι και ξυρισμένοι στο πνεύμα της εποχής του έργου, μας οδηγούν στις θέσεις μας. Απορία όλων αποτέλεσε ο λόγος για τον οποίο οι ηθοποιοί ήταν και ταξιθέτες, με την απάντηση να έρχεται μετά το τέλος της παράστασης ως λογική συνέπεια: Με τόσους ρόλους που υποδύθηκαν αυτοί οι άνθρωποι επί σκηνής, ο ρόλος του ταξιθέτη έμελλε να είναι ο πιο εύκολος. Στο αρχικό κόνσεπτ πριν την έναρξη της παράστασης, προστέθηκαν και οι παρουσίες άλλων τριών ηθοποιών στη σκηνή, που, στην πλάτη του πρωταγωνιστή, επιδίδονταν σε ένα παιχνίδι μετακίνησης των επίπλων και κυνηγητού.
Τα φώτα τελικά σβήνουν και η παράσταση αρχίζει με ένα τεράστιο Κ να σχηματίζεται στη σκηνή από κάποιον προβολέα, μια εξαιρετικά λεπτεπίλεπτη υπογραφή που θα εμφανιζόταν και μετά το διάλειμμα, στην έναρξη του δευτέρου μέρους. Ο μετρονόμος στη δεξιά πλευρά της σκηνής μπαίνει σε λειτουργία και ένα απόλυτα ρυθμικό και γεμάτο ζωντάνια και ενέργεια ταξίδι στον κόσμο του παραλόγου, ξεκινάει. Ένα χαρακτηριστικό, βασικό στο έργο του Κάφκα, είναι ότι ενώ το περιβάλλον του χώρου φαντάζει ζοφερό και σκοτεινό, η πλοκή και οι χαρακτήρες απεικονίζονται ως άνθρωποι αστείοι και πολλές φορές τραγελαφικοί. Μέσα από τη σοβαροφάνεια των δημόσιων υπαλλήλων του έργου και την καθυπόταξή τους σε διατάξεις και κανόνες που κανείς δεν ξέρει γιατί υπηρετούνται, οι χαρακτήρες της σκηνής, απλοί πολίτες όπως και οι θεατές, προσφέρουν πραγματικά πολλές στιγμές γεμάτες χιούμορ τόσο ποιοτικό όσο και καυστικό. Σε μία πολύ χαρακτηριστική στιγμή των όσων περιγράφουμε, ο ένας απ’ τους δύο άντρες που καταφθάνουν στο σπίτι του Γιόσεφ Κ. για να του ανακοινώσουν ότι συλλαμβάνεται, με τον κατηγορούμενο να αντιδρά στα όσα ακούει, γυρίζει και του λέει «Επειδή δε γνωρίζεις αυτόν το νόμο, αυτό δε σημαίνει πως δε θα τον αντιμετωπίσεις κιόλας.»
Την ευρύτερη ονειρική ατμόσφαιρα που δημιούργησε ο Μοσχόπουλος στη σκηνή, την επισφραγίζει με σκηνοθετικά ευρήματα όπως οι μάσκες που φορούσαν οι διάφοροι κατευθυνόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι, των οποίων τα χέρια κουνούσαν άλλοι ηθοποιοί από πίσω τους, σα ζωντανές μαριονέτες, εξωτερικεύοντας με αυτό τον τρόπο την ιδέα πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι τίποτα περισσότερο από ζωντανά ανδρείκελα. Επίσης, ο καταπληκτικός φωτισμός της Σοφίας Αλεξιάδου, συνέβαλε τα μέγιστα στο πολύ υψηλού επιπέδου αποτέλεσμα που παρουσιάσθηκε. Σημείο κλειδί υπήρξαν οι δύο επίγειοι προβολείς, οι οποίοι στο λευκό φόντο των σκηνικών, δημιουργούσαν πραγματικά καταπληκτικές σκιές και αναπαραστάσεις των γενόμενων. Η κλασσική μουσική και διάφορα μικρά ηχητικά εφέ ανά στιγμές βελτίωναν το σύνολο του θεάματος. Όμως, πέρα απ’ όλα τα παραπάνω, το πολύ υψηλό επίπεδο της παράστασης απέρρεε κατά κύριο λόγο από τον αξιοθαύμαστο συντονισμό και την ομοιομορφία του δεκαμελούς θιάσου, κυρίως, νέων ηθοποιών.
Ο Παντελής Βασιλόπουλος, η Ελένη Βλάχου, ο Μάνος Γαλάνης, ο Θάνος Λέκκας, ο Μιχάλης Μιχαλακίδης, η Ειρήνη Μπούνταλη, η Κίττυ Παιταζόγλου, ο Φοίβος Συμεωνίδης και ο Σωκράτης Πατσίκας με αιχμή του δόρατος τον πρωταγωνιστή Μιχάλη Συριόπουλο, παρουσιάσθηκαν επί σκηνής σαν μια καλοδουλεμένη και απόλυτα πειθαρχημένη θεατρική μηχανή γιατί περί μηχανής επρόκειτο κάποιες στιγμές και όχι περί ανθρώπων. Μεστοί, διακριτοί, ο καθένας με το ρόλο του και όλοι μαζί μια ομάδα, οι δέκα αυτοί άνθρωποι χόρεψαν για περίπου δύο ώρες σε ρυθμούς πολλές φορές εκστατικούς. Ίσως, λοιπόν, το διάλειμμα, περίπου στα μισά του έργου, δεν έγινε για να ξεκουραστούν οι θεατές, αλλά για να πάρουν μιαν ανάσα οι ηθοποιοί. Τι να πρωτοδιαλέξουμε για να περιγράψουμε; Τα ακροβατικά της Κίττυς Παιτάζογλου; Τον εξαιρετικό Θάνο Λέκκα είτε στο ρόλο του χορού είτε ως ζωγράφο; Τον επιβλητικό ιερέα Φοίβο Συμεωνίδη; Το αστυνομικό δίδυμο - φωτιά των Μιχάλη Μιχαλακίδη και Παντελή Βασιλόπουλου; Ή μήπως τον εξαιρετικό Μιχάλη Συριόπουλο που ακροβατούσε ανάμεσα στα ποικίλα συναισθηματικά επίπεδα του χαρακτήρα του, λες και ο ίδιος είχε ζήσει την παράνοια της ελληνικής δικαιοσύνης (κατάσταση διόλου φανταστική); Πραγματικά ήταν όλοι τους τόσο προσηλωμένοι σ’ αυτό που είχαν να κάνουν, που μόνο μπράβο μπορεί κανείς να πει. Ιδιαίτερη μνεία, προσωπικά, δίνεται στον Θάνο Λέκκα για όλη του την παρουσία στο έργο, απ’ τη στιγμή που μπήκαμε στο θέατρο μέχρι την τελευταία υπόκλιση που εκείνος τράβηξε τους συναδέλφους του να ξαναβγούν για μια τέταρτη φορά, καθώς τα χειροκροτήματα έπεφταν βροχή.
Κλείνοντας, την παράσταση «Η Δίκη του Κ.» αξίζει να τη δει κανείς, όχι μόνο για το απόλυτα λογικό αντίτιμο του εισιτηρίου (12€ το κανονικό, 10€ το φοιτητικό), αλλά κυρίως γιατί τόσο καλοκουρδισμένος θίασος και τέτοια λεπτομερής δουλειά δεν αποτελούν σύνηθες φαινόμενο. Επίσης, επιτρέψτε μας, χαριτολογώντας, να πούμε πως αν και ο Φραντς Κάφκα είχε ζητήσει από τον επιστήθιο φίλο του Μαξ Μπροντ να καταστρέψει τα έργα του μετά το θάνατό του, αλλά εκείνος για χάρη της παγκόσμιας λογοτεχνίας αθέτησε την υπόσχεση που έδωσε, η διασκευή του Μοσχόπουλου και η θεατρική μεταφορά του συγκεκριμένου κειμένου είναι τόσο καλή που και ο ίδιος ο συγγραφέας θα χαιρόταν ειλικρινά άμα βρισκόταν στα κόκκινα καθίσματα του θεάτρου Πόρτα. Πάντως, όπως ο σκηνοθέτης μας ενημερώνει στο πρόγραμμα της παράστασης, ο Κάφκα το 1991 γνωρίστηκε και συνδέθηκε με βαθειά φιλία με ένα Πολωνό θιασάρχη. Αυτή του η συναναστροφή πρόσφερε στο μετέπειτα έργο του ένα έντονα θεατρικό ύφος. Σαφές συγγραφικό δείγμα αυτής της εξέλιξης του συγγραφέα δεν ήταν άλλο από τη «Δίκη».
Συντελεστές Παράστασης
Διασκευή-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Παντελής Φλατσούσης
Βοηθός σκηνογράφου: Πολυάννα Βλατή
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Με τους: Σωκράτη Πατσίκα, Μιχάλη Συριόπουλο, Κίττυ Παϊταζόγλου, Θάνο Λέκκα, Μάνο Γαλάνη, Ειρήνη Μπούνταλη, Παντελή Βασιλόπουλο, Μιχάλη Μιχαλακίδη, Ελένη Βλάχου, Φοίβο Συμεωνίδη
Πληροφορίες παράστασης
Θέατρο Πόρτα, Μεσογείων 59
Ημέρες & Ώρες παραστάσεων: Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή 21.15
Τιμές εισιτηρίων: Κανονικό: Παρασκευή & Σάββατο 15 ευρώ, Κυριακή 12 ευρώ
Φοιτητικό, ΑΜΕΑ, άνω των 65, ομαδικό (άνω των 10 ατόμων): 10 ευρώ
Ανέργων 8 ευρώ