Έχοντας παρακολουθήσει φέτος τρεις παραστάσεις του Θεάτρου Πόρτα, μπορώ μετά βεβαιότητας να δηλώσω πως στην αρχή της οδού Μεσογείων, στον αριθμό 59, συμβαίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον. Μετά, λοιπόν, τον ωμό και ρεαλιστικό «Οικότροφο Τέρλες» σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη και την εντυπωσιακή διασκευή απ’ το Θωμά Μοσχόπουλο στη «Δίκη» του Κάφκα, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Πόρτα, παραδίδει στο θεατρικό κοινό μια ακόμη αξιοσημείωτη παράσταση, γυρνώντας το χρόνο πίσω στο μακρινό 1759. Ο λόγος για το «Καντίντ ή η Αισιοδοξία», ένα βαθύτατα σατυρικό κείμενο με έντονο το φιλοσοφικό στοιχείο, γραμμένο από έναν συγγραφέα που όλοι ονομαστικά γνωρίζουμε απ’ τα σχολικά μας χρόνια, αλλά ελάχιστοι έχουμε διαβάσει κάποιο εκ των βιβλίων του ή ακόμη σπανιότερα δει κάποιο θεατρικό του κείμενο, το Φρανσουά Μαρί Αρουέ, ευρύτατα αναγνωρισμένο με το ψευδώνυμο Βολταίρος. Το πρώτο, λοιπόν, σχόλιο που θα ήθελα να κάνω αφορά τα γεγραμμένα λόγια ενός εκ των βασικών οραματιστών της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, τα οποία αντηχούν τόσο σύγχρονα που απ’ τα πρώτα λεπτά σου δημιουργούν το διάχυτο αίσθημα πως η Ιστορία είναι ένας φαύλος κύκλος.
Ουσιαστικά, δίχως καν να υπάρχει ο κίνδυνος έλλειψης πληρότητας, θα μπορούσα να προσπεράσω την παράγραφο περί της υπόθεσης του έργου, καθώς ο Βολταίρος στη συγγραφή και ο Μοσχόπουλος στη διασκευή, ελάχιστα δείχνουν να ενδιαφέρονται για την πλοκή. Η ιστορία του Καντίντ, του πρωταγωνιστή αυτής της αλλοπρόσαλλης σάτυρας, ενυπάρχει στο κείμενο απλά και μόνο για τη χρονική εξέλιξη του βολτερικού Σύμπαντος καθώς στα δικά μου μάτια ο συγγραφέας αντί να γράψει ένα φιλοσοφικού περιεχομένου δοκίμιο καυτηριάζοντας τις απόψεις άλλων, δημοφιλών φιλοσόφων και αυτό το κείμενο να γίνει κατανοητό μόνο από εκείνους τους υψηλά μορφωμένους αναγνώστες που δύνανται να κατανοήσουν τη συγκεκριμένη γραφή, δημιουργεί μια τραγελαφική ιστορία, αρκετά απλοϊκή, αλλά και υπερβολική, διακοσμώντας την με όλα εκείνα τα στοιχεία που θέλει να κατακρίνει. Επομένως, πολύ συνοπτικά, η ιστορία περιστρέφεται γύρω απ’ τον αφελή και αγαθό Καντίντ παρευρισκόμενο σε μια δεξίωση της υψηλής και μορφωμένης κοινωνίας του Παρισιού, με τους συμμετέχοντες βαρόνους, επιστήμονες και λόγιους, να τον περιπαίζουν, ενόσω εκείνος τους περιγράφει την πολύπλοκη και πολυτάραχη ζωή του.
Είναι ευρηματικός ο απόλυτα μινιμαλιστικός τρόπος με τον οποίο ο Μοσχόπουλος και η ομάδα του κατάφεραν να βρουν λύση ως προς τη γρήγορη εναλλαγή των τοποθεσιών και των χωρών που ο Καντίντ περιγράφει. Από το παλάτι του βαρόνου Θούντερ-τεν Τρονκ μέχρι τη χαμένη και μυστηριώδη πόλη του Έλνοράντο, στη σκηνή του θεάτρου Πόρτα μεταφερθήκαμε σε μέρη μακρινά και πολλές φορές απρόσιτα χάρη σ’ ένα ορθογώνιο κουτί σαν κουκλόσπιτο, με διάφορα φόντα, πότε σπιτιών και πότε ακόμη και ζούγκλας, σαν άλλο slide show. Οι διάφοροι χαρακτήρες που εμφανίζονταν στην εκτυλισσόμενη ιστορία αναπαρίσταντο απ’ τους παρευρισκόμενους, με τον Καντίντ να βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο ως πρωταγωνιστής, φορώντας ένα μπλουζάκι με μια χαμογελαστή φάτσα (smile) και υποστηρίζοντας συνεχώς και αδιαλείπτως πως «Ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο». Κάπως έτσι ξεκινάει η κοινωνικοπολιτική σάτιρα του Βολταίρου εις βάρος κυρίως του οπτιμιστή γερμανού φιλόσοφου Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, αλλά και πολλών άλλων δημιουργών κοινωνικά κατασκευασμένων φιλοσοφικών ρευμάτων. Για τις επόμενες δύο περίπου ώρες ο θίασος του Θωμά Μοσχόπουλου, πλήρως εναρμονισμένος με το πνεύμα του συγγραφέα, αποδόμησε μια μεγάλη γκάμα καταστάσεων της καθημερινής μας ζωής. «Τι είναι η ιστορία; Ένα ψέμα κοινής αποδοχής» και «Όταν μιλάμε για χρήματα, ανήκουμε όλοι στην ίδια θρησκεία» αποτελούν μερικά απ’ τα πρώτα σχόλια που ακούστηκαν, προϊδεάζοντας μας για το τι θα ακολουθήσει.
Σαν ένα πρώιμο «Δείπνο Ηλιθίων», η συζήτηση περιστρέφεται γύρω απ’ τον πνευματώδη χλευασμό του πρωταγωνιστή Καντίντ, με τον Μιχάλη Συριόπουλο να αποδίδει το ρόλο σαν ένα παιδί που ενώ τα όσα συμβαίνουν ή συνέβησαν στη ζωή του, του απαίτησαν να ενηλικιωθεί, εκείνος, βασισμένος πάντα στα φιλοσοφικά ιδεώδη που είχε διδαχθεί, εμμένει στη λογική πως όλα όσα πέρασε, καλώς τα πέρασε. Οι λοιποί παρευρισκόμενοι επιδίδονται σε ένα παιχνίδι διακωμώδησης των περιπετειών του χαρούμενου ήρωα, αναπαράγοντας ποικίλους ανθρώπους και μη που εμφανίζονται κατά την αφήγηση. Σαν σε ταινία, λοιπόν, όπου οι αναδρομικές αφηγήσεις απεικονίζονται εναλλάσσοντας το παρόν με το παρελθόν, ο Μοσχόπουλος έδωσε στους υπόλοιπους ηθοποιούς, που περιστοίχιζαν τον πρωταγωνιστή, τη δυνατότητα να εμφανιστούν ως βασιλιάδες, επιστήμονες, ιθαγενείς, ιεροεξεταστές, κληρικοί και φιλόσοφοι, λαμβάνοντας μέρος σε μια πληθώρα καταστάσεων, από ρωμαϊκά όργια μέχρι ιεροτελεστίες της ζούγκλας. Φυσικά, όπως και στη «Δίκη του Κ.», έτσι και στο «Καντίντ», με τόσους ρόλους στην πλάτη τους, οι ηθοποιοί δε θα μπορούσαν να μην αποδεχτούν και ευθύνες ταξιθετών.
Πέρα απ’ το καταπληκτικό κουκλόσπιτο, το μινιμαλιστικό σκηνικό του έργου αποτελούνταν ακόμη από ένα τεράστιο παγκάκι - καναπέ, με σκαλισμένες πάνω του καρέκλες, πολυθρόνες και καναπέδες, με εξατομικευμένο φωτισμό για την κάθε θέση. Η συγκεκριμένη κατασκευή της Ευαγγελίας Θεαριάνου ήταν τουλάχιστον εντυπωσιακή ως προς τη σύλληψή της, αλλά και πολύ εύχρηστη για τους ηθοποιούς που πίσω της έκρυβαν τα διάφορα αντικείμενα τους, αλλά ταυτοχρόνως όλοι τους πρόσεχαν να καθίσουν στα σωστά σημεία την ξύλινης κατασκευής, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση πως όντως μπροστά μας είχαμε ένα ολόκληρο καθιστικό. Επιπλέον, ο φωτισμός της Σοφίας Αλεξιάδου και η μουσική εποχής εναρμονίζονταν πλήρως στην ευρύτερη ατμόσφαιρα, ενώ για μια ακόμη παράσταση του θεάτρου Πόρτα, η κίνηση των εννιά ηθοποιών ήταν απαράμιλλη, απόλυτα συντονισμένη και πολύ ενεργητική, επιμελημένη απ’ τη Σοφία Πάσχου. Τέλος, τα κοστούμια εποχής της Κλαιρ Μπρέισγουελ, με έντονο το χρυσαφί χρώμα, απέπνεαν αέρα αριστοκρατίας της τότε εποχής, ενώ ο σχεδιασμός τους παρείχε στους ηθοποιούς ελευθερία κινήσεων.
Εν κατακλείδι, η παράσταση «Καντίντ ή η Αισιοδοξία» συνεχίζει επάξια την φετινή αξιοσημείωτη πορεία του θεάτρου Πόρτα με τους Μιχάλη Συριόπουλο, Ελένη Βλάχου, Ειρήνη Μπουντάλη, Ευσταθία Τσαμπαρέλη, Μάνο Γαλάνη, Παντελή Βασιλόπουλο, Φοίβο Συμεωνίδη, Βασίλη Κουλακιώτη και Δημήτρη Φουρλή να παραδίδουν διαπιστευτήρια επί σκηνής για το πόσο απελευθερωτικό και γεμάτο ενέργεια μπορεί να είναι το θέατρο, τραβώντας τον ίδιο το θεατή να ανέβει και να πάρει μέρος στη δράση. Παράλληλα, αυτό το χρυσοποίκιλτο, αριστοκρατικό πανηγύρι κατακρίνει τα κακώς κείμενα προσφέροντας απλόχερα πλήθος προβληματισμών για τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας μας στο σύνολό της. Κλείνοντας, θα ήθελα να παραθέσω μιαν φράση του κειμένου σε ελεύθερη μεταφορά, η οποία δε θα έπρεπε να παραλειφθεί από κανένα άρθρο που αναφέρεται στο σχολιασμό (ή την κριτική για να είμαστε πιο ειλικρινείς) ενός καλλιτεχνικού προϊόντος: «Εσείς οι κριτικοί τέχνης που ξέρετε πάντα τι είναι σωστό και τι λάθος, γιατί δεν γράφετε οι ίδιοι ένα βιβλίο να μας παρουσιάσετε τον απόλυτα σωστό και παραδειγματικό τρόπο δημιουργίας;»
Συντελεστές Παράστασης
Διασκευή-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Παντελής Φλατσούσης
Βοηθός σκηνογράφου: Γεωργία Τσίπουρα
Β' Βοηθός Σκηνοθέτη: Ρωμανός Μαρούδης
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Συμπαραγωγή: ΠΟΡΤΑ & ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κοζάνης
Με τους: Μιχάλη Συριόπουλο, Ελένη Βλάχου, Ειρήνη Μπούνταλη, Ευσταθία Τσαπαρέλη, Μάνο Γαλανή, Παντελή Βασιλόπουλο, Φοίβο Συμεωνίδη, Βασίλη Κουλακιώτη, Δημήτρη Φουρλή
ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
Παρασκευή και Σάββατο στις 21.15 και Κυριακή στις 18.30
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Κανονικό εισιτήριο: 15 ευρώ
Φοιτητικό, ΑΜΕΑ, άνω των 65, ομαδικό (άνω των 10 ατόμων): 12 ευρώ
Ανέργων 8 ευρώ
Ουσιαστικά, δίχως καν να υπάρχει ο κίνδυνος έλλειψης πληρότητας, θα μπορούσα να προσπεράσω την παράγραφο περί της υπόθεσης του έργου, καθώς ο Βολταίρος στη συγγραφή και ο Μοσχόπουλος στη διασκευή, ελάχιστα δείχνουν να ενδιαφέρονται για την πλοκή. Η ιστορία του Καντίντ, του πρωταγωνιστή αυτής της αλλοπρόσαλλης σάτυρας, ενυπάρχει στο κείμενο απλά και μόνο για τη χρονική εξέλιξη του βολτερικού Σύμπαντος καθώς στα δικά μου μάτια ο συγγραφέας αντί να γράψει ένα φιλοσοφικού περιεχομένου δοκίμιο καυτηριάζοντας τις απόψεις άλλων, δημοφιλών φιλοσόφων και αυτό το κείμενο να γίνει κατανοητό μόνο από εκείνους τους υψηλά μορφωμένους αναγνώστες που δύνανται να κατανοήσουν τη συγκεκριμένη γραφή, δημιουργεί μια τραγελαφική ιστορία, αρκετά απλοϊκή, αλλά και υπερβολική, διακοσμώντας την με όλα εκείνα τα στοιχεία που θέλει να κατακρίνει. Επομένως, πολύ συνοπτικά, η ιστορία περιστρέφεται γύρω απ’ τον αφελή και αγαθό Καντίντ παρευρισκόμενο σε μια δεξίωση της υψηλής και μορφωμένης κοινωνίας του Παρισιού, με τους συμμετέχοντες βαρόνους, επιστήμονες και λόγιους, να τον περιπαίζουν, ενόσω εκείνος τους περιγράφει την πολύπλοκη και πολυτάραχη ζωή του.
Είναι ευρηματικός ο απόλυτα μινιμαλιστικός τρόπος με τον οποίο ο Μοσχόπουλος και η ομάδα του κατάφεραν να βρουν λύση ως προς τη γρήγορη εναλλαγή των τοποθεσιών και των χωρών που ο Καντίντ περιγράφει. Από το παλάτι του βαρόνου Θούντερ-τεν Τρονκ μέχρι τη χαμένη και μυστηριώδη πόλη του Έλνοράντο, στη σκηνή του θεάτρου Πόρτα μεταφερθήκαμε σε μέρη μακρινά και πολλές φορές απρόσιτα χάρη σ’ ένα ορθογώνιο κουτί σαν κουκλόσπιτο, με διάφορα φόντα, πότε σπιτιών και πότε ακόμη και ζούγκλας, σαν άλλο slide show. Οι διάφοροι χαρακτήρες που εμφανίζονταν στην εκτυλισσόμενη ιστορία αναπαρίσταντο απ’ τους παρευρισκόμενους, με τον Καντίντ να βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο ως πρωταγωνιστής, φορώντας ένα μπλουζάκι με μια χαμογελαστή φάτσα (smile) και υποστηρίζοντας συνεχώς και αδιαλείπτως πως «Ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο». Κάπως έτσι ξεκινάει η κοινωνικοπολιτική σάτιρα του Βολταίρου εις βάρος κυρίως του οπτιμιστή γερμανού φιλόσοφου Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, αλλά και πολλών άλλων δημιουργών κοινωνικά κατασκευασμένων φιλοσοφικών ρευμάτων. Για τις επόμενες δύο περίπου ώρες ο θίασος του Θωμά Μοσχόπουλου, πλήρως εναρμονισμένος με το πνεύμα του συγγραφέα, αποδόμησε μια μεγάλη γκάμα καταστάσεων της καθημερινής μας ζωής. «Τι είναι η ιστορία; Ένα ψέμα κοινής αποδοχής» και «Όταν μιλάμε για χρήματα, ανήκουμε όλοι στην ίδια θρησκεία» αποτελούν μερικά απ’ τα πρώτα σχόλια που ακούστηκαν, προϊδεάζοντας μας για το τι θα ακολουθήσει.
Σαν ένα πρώιμο «Δείπνο Ηλιθίων», η συζήτηση περιστρέφεται γύρω απ’ τον πνευματώδη χλευασμό του πρωταγωνιστή Καντίντ, με τον Μιχάλη Συριόπουλο να αποδίδει το ρόλο σαν ένα παιδί που ενώ τα όσα συμβαίνουν ή συνέβησαν στη ζωή του, του απαίτησαν να ενηλικιωθεί, εκείνος, βασισμένος πάντα στα φιλοσοφικά ιδεώδη που είχε διδαχθεί, εμμένει στη λογική πως όλα όσα πέρασε, καλώς τα πέρασε. Οι λοιποί παρευρισκόμενοι επιδίδονται σε ένα παιχνίδι διακωμώδησης των περιπετειών του χαρούμενου ήρωα, αναπαράγοντας ποικίλους ανθρώπους και μη που εμφανίζονται κατά την αφήγηση. Σαν σε ταινία, λοιπόν, όπου οι αναδρομικές αφηγήσεις απεικονίζονται εναλλάσσοντας το παρόν με το παρελθόν, ο Μοσχόπουλος έδωσε στους υπόλοιπους ηθοποιούς, που περιστοίχιζαν τον πρωταγωνιστή, τη δυνατότητα να εμφανιστούν ως βασιλιάδες, επιστήμονες, ιθαγενείς, ιεροεξεταστές, κληρικοί και φιλόσοφοι, λαμβάνοντας μέρος σε μια πληθώρα καταστάσεων, από ρωμαϊκά όργια μέχρι ιεροτελεστίες της ζούγκλας. Φυσικά, όπως και στη «Δίκη του Κ.», έτσι και στο «Καντίντ», με τόσους ρόλους στην πλάτη τους, οι ηθοποιοί δε θα μπορούσαν να μην αποδεχτούν και ευθύνες ταξιθετών.
Πέρα απ’ το καταπληκτικό κουκλόσπιτο, το μινιμαλιστικό σκηνικό του έργου αποτελούνταν ακόμη από ένα τεράστιο παγκάκι - καναπέ, με σκαλισμένες πάνω του καρέκλες, πολυθρόνες και καναπέδες, με εξατομικευμένο φωτισμό για την κάθε θέση. Η συγκεκριμένη κατασκευή της Ευαγγελίας Θεαριάνου ήταν τουλάχιστον εντυπωσιακή ως προς τη σύλληψή της, αλλά και πολύ εύχρηστη για τους ηθοποιούς που πίσω της έκρυβαν τα διάφορα αντικείμενα τους, αλλά ταυτοχρόνως όλοι τους πρόσεχαν να καθίσουν στα σωστά σημεία την ξύλινης κατασκευής, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση πως όντως μπροστά μας είχαμε ένα ολόκληρο καθιστικό. Επιπλέον, ο φωτισμός της Σοφίας Αλεξιάδου και η μουσική εποχής εναρμονίζονταν πλήρως στην ευρύτερη ατμόσφαιρα, ενώ για μια ακόμη παράσταση του θεάτρου Πόρτα, η κίνηση των εννιά ηθοποιών ήταν απαράμιλλη, απόλυτα συντονισμένη και πολύ ενεργητική, επιμελημένη απ’ τη Σοφία Πάσχου. Τέλος, τα κοστούμια εποχής της Κλαιρ Μπρέισγουελ, με έντονο το χρυσαφί χρώμα, απέπνεαν αέρα αριστοκρατίας της τότε εποχής, ενώ ο σχεδιασμός τους παρείχε στους ηθοποιούς ελευθερία κινήσεων.
Εν κατακλείδι, η παράσταση «Καντίντ ή η Αισιοδοξία» συνεχίζει επάξια την φετινή αξιοσημείωτη πορεία του θεάτρου Πόρτα με τους Μιχάλη Συριόπουλο, Ελένη Βλάχου, Ειρήνη Μπουντάλη, Ευσταθία Τσαμπαρέλη, Μάνο Γαλάνη, Παντελή Βασιλόπουλο, Φοίβο Συμεωνίδη, Βασίλη Κουλακιώτη και Δημήτρη Φουρλή να παραδίδουν διαπιστευτήρια επί σκηνής για το πόσο απελευθερωτικό και γεμάτο ενέργεια μπορεί να είναι το θέατρο, τραβώντας τον ίδιο το θεατή να ανέβει και να πάρει μέρος στη δράση. Παράλληλα, αυτό το χρυσοποίκιλτο, αριστοκρατικό πανηγύρι κατακρίνει τα κακώς κείμενα προσφέροντας απλόχερα πλήθος προβληματισμών για τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας μας στο σύνολό της. Κλείνοντας, θα ήθελα να παραθέσω μιαν φράση του κειμένου σε ελεύθερη μεταφορά, η οποία δε θα έπρεπε να παραλειφθεί από κανένα άρθρο που αναφέρεται στο σχολιασμό (ή την κριτική για να είμαστε πιο ειλικρινείς) ενός καλλιτεχνικού προϊόντος: «Εσείς οι κριτικοί τέχνης που ξέρετε πάντα τι είναι σωστό και τι λάθος, γιατί δεν γράφετε οι ίδιοι ένα βιβλίο να μας παρουσιάσετε τον απόλυτα σωστό και παραδειγματικό τρόπο δημιουργίας;»
Συντελεστές Παράστασης
Διασκευή-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Παντελής Φλατσούσης
Βοηθός σκηνογράφου: Γεωργία Τσίπουρα
Β' Βοηθός Σκηνοθέτη: Ρωμανός Μαρούδης
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Συμπαραγωγή: ΠΟΡΤΑ & ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κοζάνης
Με τους: Μιχάλη Συριόπουλο, Ελένη Βλάχου, Ειρήνη Μπούνταλη, Ευσταθία Τσαπαρέλη, Μάνο Γαλανή, Παντελή Βασιλόπουλο, Φοίβο Συμεωνίδη, Βασίλη Κουλακιώτη, Δημήτρη Φουρλή
ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
Παρασκευή και Σάββατο στις 21.15 και Κυριακή στις 18.30
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Κανονικό εισιτήριο: 15 ευρώ
Φοιτητικό, ΑΜΕΑ, άνω των 65, ομαδικό (άνω των 10 ατόμων): 12 ευρώ
Ανέργων 8 ευρώ