Τι θα ακούσεις:
'Εντεχνο λαϊκό με ποπ, αλλά και παραδοσιακά στοιχεία
Τραγούδια που αξίζει να ακουστούν:
Με μόλις 9 τραγούδια δεν είναι εύκολο να διαλέξεις
Βαθμολογία:
8
Κάθε φορά που ανακαλύπτω νέο υλικό ενός «φτασμένου» μουσικού, υπάρχει μια αγωνία παραπάνω. Θα καταφέρει να κερδίσει τον ακροατή, να συναρπάσει, να κερδίσει το «στοίχημα» και πάλι ή θα αναλωθεί σε ξαναζεσταμένες συνταγές και στην όποια ασφάλεια του προσέφεραν οι μέχρι τώρα επιλογές του; Δυστυχώς, όλο και περισσότεροι καλλιτέχνες που έχουν κάποια εμπορική επιτυχία στην Ελλάδα καταφεύγουν σε δοκιμασμένα μοτίβα, που θαρρούν πως επειδή πέτυχαν κάποτε, έχουν απεριόριστες ευκαιρίες να ξαναπροτείνουν τα ίδια και τα ίδια. Και, δυστυχώς, ενίοτε το καταφέρνουν. Θες η φήμη τους, θες η δύναμη των μέσων, θες ακόμη η καλλιτεχνική αδιαφορία του ακροατηρίου… διαμορφώνουν μια εμπορική νόρμα που γεννάει «χιτάκια», αλλά σίγουρα αμαυρώνει καριέρες.
Σε αυτόν τον καλλιτεχνικό πεσιμισμό, υπάρχουν, σαφώς, και εξαιρέσεις, που τα τελευταία χρόνια συμβάλλουν δυναμικά στην πολιτισμική κληρονομιά μας. Μια τέτοια εξαίρεση αποτελεί και το τελευταίο άλμπουμ της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, με τίτλο «Τα Μεγάλα Ταξίδια», που κυκλοφόρησε στις 17/10 γενέθλια ημέρα της σπουδαίας ερμηνεύτριας. Ολόκληρος ο δίσκος αποτελεί δημιουργία δύο νέων καλλιτεχνών με τους οποίους, ωστόσο, η ερμηνεύτρια έχει συνεργαστεί και στο παρελθόν, της Λήδας Ρουμάνη στους στίχους και του Θέμη Καραμουρατίδη στις μουσικές συνθέσεις, αντίστοιχα.
«Τα μεγάλα ταξίδια» ανοίγουν πολύ πρακτικά με το κομμάτι «Η Αρχή». Στο πρώτο άκουσμα θαρρείς πως κάπου τη γνωρίζεις αυτή τη μελωδία. Είναι αυτή η οικειότητα που γεννάνε οι στίχοι αλλά και η νοσταλγική ενορχήστρωση με την κλασικά ζεστή ερμηνεία, που σε κάνουν να αισθάνεσαι κάτι τόσο γνώριμο που συνάμα είναι τόσο αναζωογονητικό.
Δεύτερο κομμάτι «Το Κλειδί». Σε μονοπάτια πιο λαϊκά που η ερμηνεύτρια έχει εξίσου εμπειρία αλλά με έναν ήχο πάλι τόσο μέσα στην εποχή. Αν και προσωπικά αποτελεί από τα πιο εμπορικά σημεία του δίσκου, θεωρώ πως θα προστεθεί στις δεκάδες διαχρονικές επιτυχίες της ερμηνεύτριας.
Στην συνέχεια το «Κι Εγώ Που Έλεγα» ή αλλιώς «Τριανταφυλλάκι» όπως προοικονόμησε την πιθανή του ονοματοδοσία από το κοινό η ίδια η Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ήχος πιο ποπ αλλά εγγύς στο ποικιλόμορφο «στυλ» της τραγουδίστριας. Ξεχωριστό σημείο του κομματιού και ίσως και ολόκληρου του δίσκου αποτελούν τα φωνητικά παιχνιδίσματα της ερμηνεύτριας αντί για «γέφυρα». Αυτά που τόσο μοναδικά και εύστοχα μας έχει συνηθίσει να ντύνουν κομμάτια της και παλιότερα και που τα επιζητούμε σε κάθε της δουλειά, είτε “studio” είτε “live”. Προσωπικά, θεωρώ πως τέτοια είναι η άνεσή της στα εν λόγω φωνήματα, που μόνο αυτά να υπήρχαν θα «έκλεβαν κάθε παράσταση».
Προχωρώντας, το πιο ατμοσφαιρικό «Αν Βρεθεί Θεός» που μοιάζει σαν παράκληση για όλες τις απώλειες στο βωμό του έρωτα. Και εδώ η δυναμική ερμηνεία σε κάνει να αισθανθείς καθολικά το νόημα του τραγουδιού.
Το «Του Κόσμου Όλου Οι Προσευχές» αποτελεί ίσως το πιο λαϊκό κομμάτι του δίσκου. Σε ζεϊμπέκικο ήχο αποδεικνύει πως ακόμη και οι νέοι δημιουργοί που μάλλον δεν είναι τόσο συνηθισμένοι σε τέτοιες επιρροές, μπορούν να συνθέσουν «καλό λαϊκό». Σίγουρα αποτελεί ξεχωριστή στιγμή του δίσκου καθώς η Ελευθερία Αρβανιτάκη δεν χαρίζεται πολύ συχνά σε ζεϊμπέκικους ήχους, παρόλο που όταν το δοκίμασε, απέδειξε πολλάκις την ερμηνευτική της δεινότητα.
«Οι Μνήμες» και «Ο Δραπέτης» είναι τα δύο επόμενα κομμάτια του δίσκου. Το μεν πρώτο μετράει ήδη αρκετές ώρες ραδιοφωνικής αναπαραγωγής, καθώς ως προπομπός του άλμπουμ, κυκλοφόρησε κάποιες μέρες νωρίτερα. «Ο Δραπέτης» από την άλλη σε εντελώς διαφορετικό ύφος, μοιάζει σαν αφήγηση της ερμηνεύτριας, σαν μια διασκευή παλιού ρεμπέτικου που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ερμηνευτική απόδοση της.
«Οι Μήνες» είναι το προτελευταίο κομμάτι του δίσκου. Και εδώ η ενορχήστρωση υποστηρίζει άψογα τους ταξιδιάρικους στίχους της Λήδας Ρουμάνη. Ωστόσο προσωπικά στο εν λόγω κομμάτι η «επιτυχία» φαίνεται ξανά στην ερμηνεία. Στο ρεφραίν που η ερμηνεύτρια ξεδιπλώνει κάτι ελάχιστο από το αστείρευτο ταλέντο της, επιβεβαιωνόμαστε όλοι γιατί την έχουμε στο πάνθεον του ελληνικού πενταγράμμου, τις περίπου τέσσερις δεκαετίες που μετράει η σπουδαία αυτή καριέρα.
Ο δίσκος κλείνει ιδανικά με το ομώνυμο κομμάτι. «Τα Μεγάλα Ταξίδια» σε γεμίζουν με αυτήν την γλυκιά νοσταλγία μιας ανάμνησης από παραλία με μεγάλη παρέα και κιθάρα. Σε αφήνουν στην πιο κατάλληλη κατάσταση ώστε να πατήσεις το “repeat” και να ξαναφύγεις γι’ αυτό το συναισθηματικό «μεγάλο ταξίδι».
Δεν χρειάζεται να ειπωθούν περισσότερα (και) γι’ αυτή τη δουλειά της τεράστιας ερμηνεύτριας και των συνεργατών της. Είναι πραγματικά παράδειγμα προς μίμηση και άξιο θαυμασμού πως μια απ’ τις σπουδαιότερες φωνές με πορεία περίπου σαράντα χρόνων, όχι μόνο δεν επαναπαύεται στις δάφνες της, αλλά πως έχει τόσο πολλή τέχνη να προσφέρει ακόμα. Το πρώτο άκουσμα του δίσκου έφερε τρία ακόμη αλλεπάλληλα. Δεδομένων των λοιπών προσφάτων κυκλοφοριών της ελληνικής δισκογραφίας (όχι πως υπάρχει ανάγκη για συγκρίσεις) ο δίσκος αυτός για μένα αποτελεί λόγο να ξαναπάω σε δισκοπωλείο. Ανυπομονούμε, λοιπόν, για την ζωντανή του παρουσίαση τον Μάρτιο στο «Πειραιώς 131».