Στις 26 Νοεμβρίου, το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (Σ.Ε.Η.) συμμετείχε στην πανελλαδική απεργία ενάντια στο νέο εργασιακό καθεστώς που προσπαθεί να περάσει η κυβέρνηση εν καιρώ πανδημίας. Εκτός από κείμενο καταγγελίας, οι θέσεις του Σωματείου δημοσιεύτηκαν και σε μορφή βίντεο, στο οποίο Έλληνες ηθοποιοί κάθε γενιάς παραθέτουν κι από μία φράση του συγκεκριμένου κειμένου. Κάποια στιγμή, στο 0.35'' του βίντεο, εμφανίζεται η ηθοποιός Λυδία Φωτοπούλου να λέει: «Για τον Πολιτισμό, που είναι είδος πρώτης ανάγκης και όχι είδος πολυτελείας, όπως το παρουσιάζει η Κυβέρνηση». Βέβαια, αυτή η σκέψη δεν ξεπήδησε από κάποια θεατρική βιβλιοθήκη, καθώς φαίνεται να αναδεικνύεται σε θέμα τόσο επίκαιρο και τόσο τρομακτικό για τη θέση της Τέχνης, κάθε μορφής Τέχνης, στην ελληνική και ευρωπαϊκή κοινότητα του 21ου αιώνα. Ούτως ή άλλως, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν, θεωρούν και θα συνεχίσουν να θεωρούν τους καλλιτέχνες χομπίστες, την Τέχνη απλά ως μια μορφή διασκέδασης και την εξαφάνισή των καλλιτεχνών ως ευχή ώστε «να λερώσουν, επιτέλους, κι εκείνοι τα χέρια τους». Επομένως, τα κυρίαρχα ερωτήματα είναι δύο: Μήπως, τελικά, η Τέχνη είναι, όντως, είδος πολυτελείας; Πώς η ελληνική κυβέρνηση συνεισφέρει στην άνθηση αυτής της λαϊκής αντίληψης για τη θέση του καλλιτέχνη στην κοινωνία;
Ας ξεκινήσουμε απ’ τον ορισμό του είδους πολυτελείας. Στην οικονομική θεωρία, ένα αγαθό πολυτελείας είναι εκείνο το αγαθό του οποίου η ζήτηση αυξάνεται περισσότερο απ’ όσο αυξάνεται το εισόδημα του καταναλωτή. Αντιθέτως, η τιμή των αναγκαίων αγαθών αυξάνεται λιγότερο απ’ όσο το εισόδημα του καταναλωτή. Επομένως, στο είδος πολυτελείας εφαρμόζεται η οικονομική λογική ότι ο κόσμος έχει λεφτά, άρα κι ο πωλητής μπορεί να ανεβάσει όσο θέλει την τιμή μίας γούνας, για παράδειγμα. Επίσης, ψάχνοντας τον ακριβή ορισμό του είδους πολυτελείας, συνάντησα και ένα συνώνυμό του, που δεν είναι άλλο απ’ το «ανώτερο αγαθό».
Την ίδια στιγμή, οι οικονομικοί αναλυτές προβλέπουν για τη χώρα μας, όπως βέβαια και για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μία τεραστίων διαστάσεων επικείμενη οικονομική ύφεση, χειρότερη κι από εκείνη των μνημονιακών χρόνων με όλα τα επακόλουθα και τις συνέπειες που ήδη έχουμε βιώσει έως ένα βαθμό. Επομένως, σε μια χώρα που οδεύει ολοταχώς προς τη φτώχεια και την ανεργία, πού χώρος για Τέχνη; Πού χώρος για Ποίηση, για Μουσική, για κάθε μορφή Τέχνης;
Βέβαια, οι καλλιτέχνες, φαίνεται να απαντούν ηχηρά σ’ αυτή την αόρατη πρόκληση απόδειξης πως η Τέχνη δεν είναι είδος πολυτελείας. Απ’ τη στιγμή που ξεκίνησε το πρώτο lockdown τον προηγούμενο Μάρτη, φαίνεται πως υπήρξε μια έκρηξη δημιουργικότητας, της οποίας τους καρπούς δεν έχουμε ακόμη παρακολουθήσει. Δεκάδες παραστάσεις σχεδιάστηκαν, έργα κάθε είδους (ποιητικά, λογοτεχνικά, θεατρικά κ.ά.) γράφτηκαν, δεκάδες τραγούδια, λιμπρέτα και συναυλίες ακούστηκαν με κάθε δυνατό τρόπο. Και αυτή η ανάγκη φάνηκε να είναι παγκόσμια. Απ’ την Ισπανία και την οπερατική τραγουδίστρια στο μπαλκόνι της την περίοδο των μαζικών θανάτων στη χώρα της, μέχρι τις διαδικτυακές, live συναυλίες του Ιδρύματος Σ. Νιάρχος, οι καλλιτέχνες με κάθε δυνατό τρόπο προσπαθούσαν, προσπαθούν και θα προσπαθούν να δώσουν φωνή στην ελπίδα, στην κριτική και στην ηθική, σ’ όλους εκείνους που εγγράφονται καθημερινά ως «απλά» ένας ακόμη θάνατος… Και προσπαθούν με ό,τι έχουν. Αλλά το ερώτημα συνεχίζει να υφίσταται: Τα καταφέρνουν; Κι αν ναι, τότε γιατί η Τέχνη συνεχίζει να μην ανήκει στα είδη πρώτης ανάγκης; Η «ελπίδα» μπορεί να είναι είδος προς κατανάλωση για το λαό;
Βέβαια, οι καλλιτέχνες, φαίνεται να απαντούν ηχηρά σ’ αυτή την αόρατη πρόκληση απόδειξης πως η Τέχνη δεν είναι είδος πολυτελείας. Απ’ τη στιγμή που ξεκίνησε το πρώτο lockdown τον προηγούμενο Μάρτη, φαίνεται πως υπήρξε μια έκρηξη δημιουργικότητας, της οποίας τους καρπούς δεν έχουμε ακόμη παρακολουθήσει. Δεκάδες παραστάσεις σχεδιάστηκαν, έργα κάθε είδους (ποιητικά, λογοτεχνικά, θεατρικά κ.ά.) γράφτηκαν, δεκάδες τραγούδια, λιμπρέτα και συναυλίες ακούστηκαν με κάθε δυνατό τρόπο. Και αυτή η ανάγκη φάνηκε να είναι παγκόσμια. Απ’ την Ισπανία και την οπερατική τραγουδίστρια στο μπαλκόνι της την περίοδο των μαζικών θανάτων στη χώρα της, μέχρι τις διαδικτυακές, live συναυλίες του Ιδρύματος Σ. Νιάρχος, οι καλλιτέχνες με κάθε δυνατό τρόπο προσπαθούσαν, προσπαθούν και θα προσπαθούν να δώσουν φωνή στην ελπίδα, στην κριτική και στην ηθική, σ’ όλους εκείνους που εγγράφονται καθημερινά ως «απλά» ένας ακόμη θάνατος… Και προσπαθούν με ό,τι έχουν. Αλλά το ερώτημα συνεχίζει να υφίσταται: Τα καταφέρνουν; Κι αν ναι, τότε γιατί η Τέχνη συνεχίζει να μην ανήκει στα είδη πρώτης ανάγκης; Η «ελπίδα» μπορεί να είναι είδος προς κατανάλωση για το λαό;
Η χρήση της λέξης «λαός» θεωρώ πως είναι η καταλληλότερη δεδομένης της αντίληψης περί πολυτέλειας για τη σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα. Και εμβαθύνοντας στο αρχικό ερώτημα, μπορούμε ακόμη και να το αναδιαμορφώσουμε στο εξής: Μήπως, τελικά, η πρόσβαση στην Τέχνη έχει γίνει προνόμιο;
Είναι τρομακτικό πόσα διαφορετικά ουσιαστικά θα μπορούσαν να βρίσκονται στη θέση της Τέχνης και να διατηρείται η βάση του παραπάνω ερωτήματος. Άλλα ας συνεχίσουμε να αναφερόμαστε στο ήδη υπάρχον ουσιαστικό. Ως σπουδαστής δραματικής σχολής και μελλοντικός ηθοποιός, αρκετές φορές έχω βρεθεί μπροστά στο, απολύτως λογικό, επιχείρημα πως θα πρέπει οι καλλιτέχνες να σκέφτονται σε μεγάλο ποσοστό ποιο κοινό θα επιλέξει να δει τη δική τους παράσταση. Συνέπεια αυτού του καλλιτεχνικού παραλογισμού είναι η συντηρητικοποίηση του παραγόμενου καλλιτεχνικού προϊόντος, προκειμένου να μη δυσαρεστηθούν οι «προνομιούχοι θεατές» και τελικά κατέβει η παράστασή σου. Με λίγα λόγια, οι καλλιτέχνες μπαίνουν σε μια κατάσταση ανακύκλωσης της φόρμουλας που πουλάει, καταργούν την καλλιτεχνική τους ελευθερία, αναδημιουργούν πολυπαιγμένες, κλασσικές παραστάσεις και σταματούν να ψάχνουν τον τρόπο για να προασπίσουν τις ιδέες τους πάνω στην σύγχρονη πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ζωή της χώρας. Απ’ την άλλη, οι εν δυνάμει θεατές, παρατηρώντας την ανακύκλωση των θεαμάτων, δημιουργούν για την Τέχνη τη σφαλερή αντίληψη της διασκέδασης, της καλοπέρασης και της ελαφρότητας. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται εντόνως στην τηλεόραση, με τις δεκάδες χαμηλότατου αισθητικού και ιδεολογικού περιεχομένου σειρές που αναπαράγονται. Και, φυσικά, όλες αυτές οι σειρές είναι δωρεάν... Άρα, ποιο το νόημα της τέχνης, αν δεν περνάς απλά καλά παρακολουθώντας καλλιτεχνικά προϊόντα;
Πριν μερικές μέρες έτυχε να ακούσω ένα podcast με τον συγγραφέα, κριτικό και καλλιτέχνη Jarret Earnest. Καθώς εξελισσόταν η συζήτηση, ο Earnest μίλησε για τον τρόπο με τον οποίο ανακάλυψε το χώρο της Τέχνης. Συγκεκριμένα, ως παιδί θαύμαζε τα αρχαιολογικά ευρήματα του αιγυπτιακού πολιτισμού. Μια μέρα, στο μουσείο της γενέτειράς του δημιουργήθηκε μία έκθεση με θέμα τον συγκεκριμένο πολιτισμό, με σαρκοφάγους, κοσμήματα κ.ά. Τότε, ο Earnest ζήτησε απ’ τους γονείς του να τον πάνε στο Μουσείο. Και τον πήγαν. Όσο κοιτούσαν, λοιπόν, και οι τρεις τους τα εκθέματα, το παιδί ρώτησε τους γονείς του αν εκείνοι πήγαιναν συχνά σε τέτοια μέρη. Κι εκείνοι, του απάντησαν πως ήταν η πρώτη τους φορά. Οι δεσμοί, λοιπόν, ανάμεσα στην Τέχνη, τον Πολιτισμό και την Ιστορία μας φαίνεται να είναι άρρηκτοι.
Έχοντας αυτή τη σκέψη στο πίσω μέρος του μυαλού μας, ότι, δηλαδή, όσα διασώζονται απ’ τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό μας και μας εξάπτουν μέχρι και σήμερα τη φαντασία προέρχονται απ’ το πεδίο της Τέχνης, φαίνεται τελικά κάπως παράδοξο, αν όχι αστείο, να υποβαθμίζεται τόσο έντονα ο σύγχρονος πολιτισμός στην Ελλάδα. Φυσικά, αν κάποιος κοιτάξει ακόμη πιο βαθιά σ’ αυτή τη διαπίστωση, θα παρατηρήσει πως πίσω απ' αυτή τη στάση της πολιτείας απέναντι στην εγχώρια καλλιτεχνική παραγωγή κρύβεται μόνο έλλειψη σεβασμού και ηθικής. Στο ανώτατο άκρο, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η φίμωση των καλλιτεχνών σε καιρούς που θα γραφούν στην ιστορία αποσκοπεί, μάλλον, και στην ίδια τη διαστρέβλωση της ιστορίας. Ένα Κράτος δίχως Τέχνη ισοδυναμεί μ’ ένα κράτος ανελεύθερο και αντιδημοκρατικό, οριακά ολοκληρωτικό.
Λεπτομέρεια από την τοιχογραφία «Η Σχολή των Αθηνών» του Ραφαήλ. Βατικανό.
Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα χωρών απ' τον προηγούμενο αιώνα όπου οι κυβερνήσεις επίταξαν την Τέχνη και τους καλλιτέχνες προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι πολιτικές τους επιδιώξεις και η χειραγώγηση του κοινού. Από τη ναζιστική Γερμανία και τη διαλογή των καλλιτεχνικών έργων βάσει του «εθνικού φρονήματος» (Volkstum) που απέπνεαν, μέχρι την Επιτροπή αντι-Αμερικανικών Υποθέσεων (HUAC) κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και την περιθωριοποίηση ή ακόμη κι εκδίωξη των κομμουνιστών καλλιτεχνών απ' τις Η.Π.Α. φαίνεται πως η επιλεκτικότητα των θεαμάτων έπαιζε τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης. Το ίδιο συνέβη και στη Σοβιετική Ένωση ολόκληρο τον προηγούμενο αιώνα, ενώ στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η λογοκρισία στην Τέχνη συνεχίζει να υφίσταται. Φυσικά, αυτές οι χώρες με τις ετερόκλητες, ιδεολογικά, Κυβερνήσεις τους αποτελούν, απλά, μερικά παραδείγματα πολιτειακού ελέγχου της Τέχνης προκειμένου να ικανοποιηθούν ποικίλων ειδών στρατηγικές αδρανοποίησης του κοινωνικού συνόλου, τόσο συναισθηματικής όσο και νοητικής.
Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα χωρών απ' τον προηγούμενο αιώνα όπου οι κυβερνήσεις επίταξαν την Τέχνη και τους καλλιτέχνες προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι πολιτικές τους επιδιώξεις και η χειραγώγηση του κοινού. Από τη ναζιστική Γερμανία και τη διαλογή των καλλιτεχνικών έργων βάσει του «εθνικού φρονήματος» (Volkstum) που απέπνεαν, μέχρι την Επιτροπή αντι-Αμερικανικών Υποθέσεων (HUAC) κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και την περιθωριοποίηση ή ακόμη κι εκδίωξη των κομμουνιστών καλλιτεχνών απ' τις Η.Π.Α. φαίνεται πως η επιλεκτικότητα των θεαμάτων έπαιζε τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης. Το ίδιο συνέβη και στη Σοβιετική Ένωση ολόκληρο τον προηγούμενο αιώνα, ενώ στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η λογοκρισία στην Τέχνη συνεχίζει να υφίσταται. Φυσικά, αυτές οι χώρες με τις ετερόκλητες, ιδεολογικά, Κυβερνήσεις τους αποτελούν, απλά, μερικά παραδείγματα πολιτειακού ελέγχου της Τέχνης προκειμένου να ικανοποιηθούν ποικίλων ειδών στρατηγικές αδρανοποίησης του κοινωνικού συνόλου, τόσο συναισθηματικής όσο και νοητικής.
Βέβαια, στον αιώνα που διανύουμε, σπάνια γίνεται αντιληπτή η όποια χειραγώγηση της Τέχνης. Στην Ελλάδα, πάντως, φαίνεται να επικρατεί μία ιδιαίτερη ελευθερία στον τομέα της Τέχνης. Όλο και σπανιότερα παρατηρούνται περιπτώσεις κρατικής λογοκρισίας. Ταυτόχρονα, όμως, φαίνεται να γίνεται όλο και πιο δύσκολη η παραχώρηση καλλιτεχνικού "εδάφους" σε νέες ιδέες, νέες οπτικές, νέες απόψεις πάνω στην Τέχνη, ειδικά στην περίοδο της υγειονομικής κρίσης που διανύουμε. Κι αν κι όποτε αυτό συμβεί, και δοθεί χώρος στο διαφορετικό, στο έξω απ’ τη νόρμα, η λαϊκή λογοκρισία κι η επακόλουθη κοινωνική κατακραυγή κάνουν την εμφάνισή τους. Διότι «η Επίδαυρος αποτελεί ένα χώρο συγκεκριμένων και παγιωμένων προδιαγραφών», «Το Εθνικό Θέατρο είναι πιο συντηρητική σκηνή» και πολλά άλλα. Φυσικά, κρατική λογοκρισία συνεχίζει να μην παρατηρείται, αλλά αν η μόρφωση προκύπτει, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, απ' την εκπαίδευση, τότε μήπως, υποδόρια, εμείς, ως θεατές, εκπαιδευόμαστε να λογοκρίνουμε το διαφορετικό; Τελικά, έχουμε καταλήξει να βλέπουμε πέντε φορές το χρόνο τον Άμλετ, τέσσερις φορές τις Τρεις Αδελφές, με τους νέους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς να μοιάζουν με είδος προς εξαφάνιση. Το ίδιο, φυσικά, ισχύει όχι μόνο στο θέατρο, αλλά και σε κάθε άλλο καλλιτεχνικό χώρο. Και όλα αυτά γιατί; Διότι, η Τέχνη πάντα θα αποτελεί τον καθρέφτη της κοινωνίας αναδεικνύοντας τα ελαττώματά της.
Όμως, η Τέχνη δεν είναι μονάχα καθρέφτης. Είναι και σχολείο. Η παιδεία και ο πολιτισμός είναι δύο συγκοινωνούντα δοχεία. Σήμερα, η στερεοτυπική αντίληψη του κόσμου απ’ τα προβαλλόμενα καλλιτεχνικά προϊόντα μόνο την ανάπτυξη ήθους δεν προσφέρει στους θεατές. Η τηλεόραση και τα δωρεάν θεάματα που προτείνει, για μια ακόμη φορά, συνεισφέρουν τα μέγιστα στη διαιώνιση των κλισέ, των παγιωμένων αντιλήψεων, στον εγκλωβισμό των κοινωνικών ομάδων σε κατηγορίες και στην περιθωριοποίησή τους. Βέβαια, σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης που λίγοι διαθέτουν το χρηματικό αντίτιμο για να παρακολουθήσουν μία θεατρική παράσταση, ακόμη και σε live streaming, ή προτίθενται να διαθέσουν αυτό το ποσό προκειμένου να ψυχαγωγηθούν, αφαιρώντας απ’ τους εαυτούς τους ακόμη κι ένα μεσημεριανό γεύμα, το δωρεάν θέαμα φαίνεται πολύ πιο προσιτό. Η Τέχνη, λοιπόν, σιγά σιγά χάνει και τον ηθικοπλαστικό της χαρακτήρα. Ούτως ή άλλως, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ τα έλεγε όλα αυτά πολύ πριν τα πούμε εμείς σήμερα - «...πρώτα η μάσα κι ηθική μετά» γράφει σ’ ένα απ’ τα δεκάδες ποιήματά του. Όσο θυμίζει αναμνήσεις των γιαγιάδων και των παππούδων μας απ’ την Κατοχή αυτή του η σκέψη, άλλο τόσο βρωμοκοπάει μέλλον.
Όμως, η Τέχνη δεν είναι μονάχα καθρέφτης. Είναι και σχολείο. Η παιδεία και ο πολιτισμός είναι δύο συγκοινωνούντα δοχεία. Σήμερα, η στερεοτυπική αντίληψη του κόσμου απ’ τα προβαλλόμενα καλλιτεχνικά προϊόντα μόνο την ανάπτυξη ήθους δεν προσφέρει στους θεατές. Η τηλεόραση και τα δωρεάν θεάματα που προτείνει, για μια ακόμη φορά, συνεισφέρουν τα μέγιστα στη διαιώνιση των κλισέ, των παγιωμένων αντιλήψεων, στον εγκλωβισμό των κοινωνικών ομάδων σε κατηγορίες και στην περιθωριοποίησή τους. Βέβαια, σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης που λίγοι διαθέτουν το χρηματικό αντίτιμο για να παρακολουθήσουν μία θεατρική παράσταση, ακόμη και σε live streaming, ή προτίθενται να διαθέσουν αυτό το ποσό προκειμένου να ψυχαγωγηθούν, αφαιρώντας απ’ τους εαυτούς τους ακόμη κι ένα μεσημεριανό γεύμα, το δωρεάν θέαμα φαίνεται πολύ πιο προσιτό. Η Τέχνη, λοιπόν, σιγά σιγά χάνει και τον ηθικοπλαστικό της χαρακτήρα. Ούτως ή άλλως, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ τα έλεγε όλα αυτά πολύ πριν τα πούμε εμείς σήμερα - «...πρώτα η μάσα κι ηθική μετά» γράφει σ’ ένα απ’ τα δεκάδες ποιήματά του. Όσο θυμίζει αναμνήσεις των γιαγιάδων και των παππούδων μας απ’ την Κατοχή αυτή του η σκέψη, άλλο τόσο βρωμοκοπάει μέλλον.
Εν κατακλείδι, η Τέχνη σήμερα, σε μια περίοδο υγειονομικής, οικονομικής, πολιτικής και ατομικής κρίσης, φαντάζει πολυτέλεια. Την ίδια στιγμή, φαίνεται να είναι κι ό,τι πολυτιμότερο διαθέτουμε: η ιστορία μας, οι ελπίδες μας, τα πάθη και οι πόθοι μας, αυτά που είμαστε κι αυτά που θα θέλαμε να γίνουμε. Όσο βλέπουμε την Τέχνη ως είδος πολυτελείας και όχι ως είδος πρώτης ανάγκης, ολοένα και θ’ απομακρυνόμαστε απ’ αυτήν. Η Τέχνη δε μπορεί να σώσει ζωές. Μπορεί, όμως, να εγγράψει ανεξίτηλα τα ονόματα όλων εκείνων που χάθηκαν απ’ την πανδημία, να γράψει, δηλαδή, την ιστορία που δε θα γράψει κανένας σύγχρονος ιστορικός, όπως ακριβώς έκανε κι η ποιήτρια Alice Oswald στο ποιητικό έργο της «Μνημείο πεσόντων». Πάντως, όσο εμείς θεωρούμε πολυτέλεια κάτι που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε απ’ την πρωταρχική μας ανάγκη να φανταστούμε, να ονειρευτούμε, να υπάρξουμε και ως κάτι διαφορετικό από εμάς, τόσο ο κόσμος θα βυθίζεται στον ατομικισμό, στους νόμους της ζούγκλας, στην εξαφάνιση κάθε συλλογικής εμπειρίας. Όχι, λοιπόν, η Τέχνη δε μπορεί να είναι πολυτέλεια. Και οι καλλιτέχνες οφείλουν να βρουν τον τρόπο να μας το θυμίσουν αυτό. Κι εμείς οφείλουμε να τους δώσουμε μιαν ακόμη ευκαιρία. Κόντρα σε κάθε τακτική αποσιώπησης του διαφορετικού.
* Ο πίνακας που εμφανίζεται στο εξώφυλλο: Masquerade, 1927 του Felix Nussbaum