Πριν ξεκινήσω να γράφω το οτιδήποτε, νιώθω την ανάγκη να πω ένα τεράστιο «μπράβο!» στον Γιάννο Περλέγκα για την αξιοθαύμαστη ερμηνεία του, εξηγώντας στη συνέχεια τους λόγους αυτής της ανάγκης μου. Για 3η, λοιπόν, χρονιά, «ο Αδαής και ο Παράφρων», το έργο που γράφτηκε κατά παραγγελία της αυστριακής κυβέρνησης απ’ τον Τόμας Μπέρνχαρντ, για να ανέβει στην επέτειο θανάτου του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, επανέρχεται στις αθηναϊκές σκηνές και συγκεκριμένα στο θέατρο Πορεία. Ένα έργο σκηνοθετημένο απ' τον ηθοποιό Γιάννο Περλέγκα, τον οποίο πλαισιώνουν επί σκηνής η Ανθή Ευστρατιάδου, ο Χρήστος Μαλάκης και ο Γιάννης Καπελάρης, έχει μέχρι στιγμής χαρίσει στον ολιγομελή θίασο διθυραμβικές κριτικές από κοινό και κριτικούς, ποικίλα βραβεία, αλλά κυρίως, λόγω του ρόλου της ως Βασίλισσα της Νύχτας, στην κυρία της παρέας την καρφίτσα Μελίνα Μερκούρη για τη θεατρική περίοδο 2016. Χάριν χιούμορ, θα μπορούσε κανείς να εντυπωσιαστεί απ' το γεγονός πως όλα τα παραπάνω εγκώμια απονεμήθηκαν σε μία παράσταση στην οποία σατιρίζεται ολόκληρος ο καλλιτεχνικός χώρος της όπερας και του θεάτρου. Ανέκαθεν μου φάνταζε περίεργο πώς ο κόσμος εκθειάζει εκείνα τα κείμενα που κατακρίνουν κάθε κοινωνική ατασθαλία, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο πως συμφωνεί απόλυτα στην κριτική του συγγραφέα, αλλά τελικά τίποτα δε βελτιώνεται.
Το κείμενο διαρθρώνεται σε δύο πράξεις. Στην πρώτη, βρισκόμαστε στο καμαρίνι της πασίγνωστης τραγουδίστριας όπερα, ειδικής στις κολορατούρες*, η οποία σε λίγη ώρα θα ανέβει στη σκηνή για να υποδυθεί για διακοσιοστή εικοστή δεύτερη φορά το ρόλο της Βασίλισσας της Νύχτας στον Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως η τραγουδίστρια για ένα ακόμη βράδυ έχει αργήσει να φτάσει στην προκαθορισμένη ώρα χάριν μιας προσωπικής της επανάστασης ενάντια σε εκείνους που για οικονομικούς, κυρίως, λόγους, την υποχρεώνουν να εμφανιστεί στον συγκεκριμένο ρόλο τόσες πολλές φορές. Στον απόηχο της απουσίας της, ο πατέρας και, κάτι σαν, μάνατζέρ της, μαζί με έναν γιατρό (ή δόκτωρ όπως εκφωνείται στην παράσταση), οικογενειακό φίλο και μνηστήρα της καλλιτέχνιδας, αναμένουν εναγωνίως την άφιξή της. Στη δεύτερη πράξη, ανακουφισμένοι από το γεγονός πως όλα τελικά έληξαν καλώς, ο πατέρας, ο δόκτωρ και η κόρη πηγαίνουν στο καλύτερο εστιατόριο της περιοχής, τους Τρεις Ουσάρους, για να δειπνήσουν. Εκεί, η επανάσταση της κόρης θα εξωτερικευτεί με τη μορφή τρέλας, παραλογισμού και καταπιεσμένων ορμών προς κάθε κατεύθυνση. Προσπαθώντας, απεγνωσμένα, να αναπνεύσει, η νεαρή κοπέλα αναστατώνει ολόκληρο το εστιατόριο και οι λοιποί άντρες, συμπεριλαμβανομένου και του αγαπημένου της σερβιτόρου, προσπαθούν να συνδράμουν σε αυτήν της την έκρηξη, ο καθένας με το δικό του τρόπο.
Ας ξεκινήσω, λοιπόν, τον σχολιασμό απ' την επεξήγηση των εγκωμίων μου προς τον Γιάννο Περλέγκα. Πραγματικά, αξίζει να απορείς πώς ένας άνθρωπος δύναται να απομνημονεύσει τόσες δεκάδες ιατρικούς όρους, περιγραφές εγχειρήσεων, νεκροτομών, φυσιολογίας του εγκεφάλου, του ανθρώπου, των πάντων και ταυτόχρονα να γίνεται πομπός ποικίλων συναισθημάτων ανά την έκταση του έργου, συναισθημάτων διακριτών, ειλικρινών και σίγουρα έντονων. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος στον πρόλογό του «Η ενασχόλησή μου με το συγκεκριμένο έργο ξεκίνησε από την επιθυμία να ακούσει η μητέρα μου, μέσω του έργου, όλα όσα ήθελα να της πω και δε μπορούσα». Το γενικότερο ύφος του κειμένου πηγάζει απ' τη συνειδητοποίηση πως ο απόγονός βρίσκεται σε άμεση συσχέτιση με τον πρόγονό του, δίχως να μπορεί εύκολα να αποδεσμευτεί με κάποιο τρόπο. Στο έργο, δηλαδή, η κόρη και τραγουδίστρια επιδίδεται στην επαναλαμβανόμενη υπόδηση ενός ρόλου που πιθανώς δεν της άρεσε ποτέ και σίγουρα πλέον τον έχει βαρεθεί, προκειμένου να αποφέρει κέρδος στον φτωχό και αλκοολικό πατέρα της που τυχαίνει να είναι και τυφλός. Η συνεχής, αυτή, πίεση αναζήτησης των προς το ζην ωθεί την κοπέλα στα όρια της παράνοιας. Εξάλλου, η ίδια το μόνο που θέλει είναι να πάρει τον πατέρα της και να φύγουν προς τα βουνά, να ζήσουν εκεί, φτωχικά και απομακρυσμένα, μέχρι το τέλος.
Τα κοινωνικά σχόλια του Μπέρνχαρντ παρουσιάζουν ιδιαίτερο πλουραλισμό είτε ως προς τον καλλιτεχνικό χώρο είτε προς τον επιστημονικό είτε ακόμη και τον ενδοοικογενειακό. Το αέναο κυνήγι της επιτυχίας, της δόξας και της υποσχόμενης ουτοπίας που απορρέει εξ αυτών, δε διαφέρουν τόσο από τομέα σε τομέα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο δόκτωρ, ο οποίος, αν και διεθνώς αναγνωρισμένος ως προς τις ιατρικές του ικανότητές και το επιστημονικό του κύρος, εκείνος δεν ξέχασε ποτέ το ενδόμυχο όνειρο του τραγουδιστή όπερας. Γενικότερα, σε ένα ιδιαιτέρως γκροτέσκο παίξιμο, οι τέσσερις ηθοποιοί παρουσιάστηκαν να χλευάζουν με αυτό τον τρόπο τα σημεία ενδιαφέροντος του συγγραφέα, όπως το θέατρο, πλήρως εναρμονισμένοι με τα λόγια που εξέφεραν. Βέβαια, προσωπικά, το πρώτο μέρος με κούρασε αρκετά, ειδικά οι μεγάλες, χρονικά, στιγμές που ο δόκτωρ επιδιδόταν σε μια λεπτομερή ρητορεία περί ιατρικών θεμάτων, με τις αντίστοιχες ορολογίες να φαντάζουν ακατανόητες στο μη γνώστη θεατή. Επίσης, η κλιμάκωση της σκηνικής έντασης άργησε πολύ να έρθει, δικαιολογώντας και την 150 λεπτών διάρκεια του έργου. Επίσης, γενικά, τα διάφορα νοήματα που περιγράφω παραπάνω, δε θα μπορούσα να πω πως προήλθαν από την άμεση κατανόηση των όσων οι ηθοποιοί διατύπωναν, αλλά μέσα από σκέψη και συζήτηση μετά το τέλος της παράστασης, στοιχείο που πολλοί θα το κρίνουν θετικό ορίζοντάς το ως «τροφή για σκέψη», ενώ άλλοι δε θα εμφανιστούν τόσο καλοπροαίρετοι.
Τα σκηνικά του έργου, επιμελημένα απ’ τη Λουκία Χουλιάρα, δημιουργούσαν ένα ιδιόμορφο λαβύρινθο οπτικά, ενώ πιο μεταφορικά θα μπορούσε κανείς να αισθανθεί μία κάποια τάση αγοραφοβίας ή και κλειστοφοβίας, καθώς οι ανισοεπίπεδες ξύλινες κατασκευές δύναται να συμβόλιζαν το ανομοιόμορφο πλήθος κόσμου, θαυμαστές, δημοσιογράφους και παραγωγούς που πίεζαν συνεχώς τη νεαρή πρωταγωνίστρια προκειμένου να συνεχίσει να ανεβαίνει στη σκηνή. Ένα πολύ πρωτότυπο στοιχείο της παράστασης υπήρξε ο φωτισμός, με τον Νίκο Βλασόπουλο να «μην λυπάται» το χρώμα γεμίζοντας τη σκηνή με αποχρώσεις του πράσινου, του μπλε, του κόκκινου και του κίτρινου ανά τακτά χρονικά διαστήματα αξιοποιώντας την τεχνολογία των LED προβολέων. Επιπλέον, ένα μπράβο πρέπει να απονεμηθεί και στους σχεδιαστές των κομμώσεων και του μακιγιάζ, Χρόνη Τζήμο και Εύη Ζαφειροπούλου αντίστοιχα, οι οποίοι έκαναν αξιοπρόσεκτη δουλειά, αν κρίνει κανείς ακόμη και απ’ τις φωτογραφίες της παράστασης.
Συνοψίζοντας, «Ο Αδαής και ο Παράφρων» είναι μια απολαυστική και δύσκολη παράσταση, σάτιρα σε ποικίλα κακώς κείμενα, που αν κανείς είναι γιατρός, όπως υπήρξε ο Τόμας Μπέρνχαρντ, αλλά και ο βραβευμένος, για τη μετάφραση του συγκεκριμένου κειμένου, Γιώργος Δεπάστας, θα την απολαύσει πολύ περισσότερο. Σίγουρα το έργο δεν προσφέρει έντονα συναισθήματα στους θεατές, αλλά αντιθέτως τους επικρίνει και τους ίδιους εντόνως, με το θίασο, τελικά, να τους προσφέρει κι ένα ποτήρι σαμπάνια για να «πάνε κάτω τα φαρμάκια» που άκουσαν. Η δουλειά του Γιάννου Περλέγκα και τα αδιαμφισβήτητα διαπιστευτήριά της καταξιώνουν για μια ακόμη φορά τον ηθοποιό και σκηνοθέτη, ο οποίος, ενστερνιζόμενος το πνεύμα του Μπέρνχαρντ, σημειώνει στο εισαγωγικό του σημείωμα πως «ο «Αδαής» σημαδεύτηκε από την αρχή από μια χρονική αναντιστοιχία: τεράστιος χρόνος επώασης και προετοιμασίας και ελάχιστος χρόνος παρουσίασης, παρά τη μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Μαζί λοιπόν με το πρόβλημα της μη καλλιτεχνικής εκπλήρωσης, είχαμε να διαχειριστούμε και το ψυχολογικό πρόβλημα της μη οικονομικής εκπλήρωσης. Ακόμα συνθλιβόμαστε στις Συμπληγάδες της καλλιτεχνικής μας ενηλικίωσης και της πολιτικής μας απαίτησης να μπορούμε να ζούμε από τη δουλειά μας.».
*Κολορατούρα: Μουσικός όρος που προέρχεται από το λατινικό ρήμα colorare που σημαίνει χρωματίζω. Ο όρος χρησιμοποιείται στη φωνητική και αναφέρεται στο περίτεχνο τραγούδι, ιδιαιτέρως στα πλαίσια της όπερας του 18ου και 19ου αιώνων και πιο συγκεκριμένα σε γρήγορες κλίμακες, τρίλιες και παρόμοια δεξιοτεχνικά περάσματα, που απαντώνται τόσο στην όπερα, όσο και στο ορατόριο, ληντ κλπ.
(Πηγή: Βικιπαιδεία / η ίδια πηγή που χρησιμοποίησε στην αρχή της παράστασης ο Γιάννης Καπελάρης για να μας εξηγήσει τον όρο, όπως κι εκείνος ανέφερε!)
Συντελεστές Παράστασης
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Γιάννος Περλέγκας
Σκηνικά - Κοστούμια: Λουκία Χουλιάρα
Κίνηση: Δήμητρα Ευθυμιοπούλου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βίντεο: Ιάσονας Αρβανιτάκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Μάγδα Καυκούλα
Βοηθός σκηνογράφου: Γεωργία Μπούρα
Σχεδιασμός μακιγιάζ: Εύη Ζαφειροπούλου
Σχεδιασμός κομμώσεων: Χρόνης Τζήμος
Σχεδιασμός ήχου: Δημήτρης Τσούκας, Γιώργος Μιχαλόπουλος
Φωνητική διδασκαλία: Ευαγγελία Καρακατσάνη
Φωτογραφίες παράστασης: Karol Jarek, Ιάσονας Αρβανιτάκης, Γιάννης Πρίφτης
Διανομή:
Βασίλισσα της Νύχτας: Ανθή Ευστρατιάδου
Κυρία Φάργκο/Σερβιτόρος Βίντερ: Γιάννης Καπελέρης
Πατέρας: Χρήστος Μαλάκης
Δόκτωρ: Γιάννος Περλέγκας
Τιμές Εισητηρίων:
Κανονικό | 16€
Senior (άνω των 65) | 14€
Φοιτητικό, κάτω των 22, ανέργων | 12€
Το κείμενο διαρθρώνεται σε δύο πράξεις. Στην πρώτη, βρισκόμαστε στο καμαρίνι της πασίγνωστης τραγουδίστριας όπερα, ειδικής στις κολορατούρες*, η οποία σε λίγη ώρα θα ανέβει στη σκηνή για να υποδυθεί για διακοσιοστή εικοστή δεύτερη φορά το ρόλο της Βασίλισσας της Νύχτας στον Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως η τραγουδίστρια για ένα ακόμη βράδυ έχει αργήσει να φτάσει στην προκαθορισμένη ώρα χάριν μιας προσωπικής της επανάστασης ενάντια σε εκείνους που για οικονομικούς, κυρίως, λόγους, την υποχρεώνουν να εμφανιστεί στον συγκεκριμένο ρόλο τόσες πολλές φορές. Στον απόηχο της απουσίας της, ο πατέρας και, κάτι σαν, μάνατζέρ της, μαζί με έναν γιατρό (ή δόκτωρ όπως εκφωνείται στην παράσταση), οικογενειακό φίλο και μνηστήρα της καλλιτέχνιδας, αναμένουν εναγωνίως την άφιξή της. Στη δεύτερη πράξη, ανακουφισμένοι από το γεγονός πως όλα τελικά έληξαν καλώς, ο πατέρας, ο δόκτωρ και η κόρη πηγαίνουν στο καλύτερο εστιατόριο της περιοχής, τους Τρεις Ουσάρους, για να δειπνήσουν. Εκεί, η επανάσταση της κόρης θα εξωτερικευτεί με τη μορφή τρέλας, παραλογισμού και καταπιεσμένων ορμών προς κάθε κατεύθυνση. Προσπαθώντας, απεγνωσμένα, να αναπνεύσει, η νεαρή κοπέλα αναστατώνει ολόκληρο το εστιατόριο και οι λοιποί άντρες, συμπεριλαμβανομένου και του αγαπημένου της σερβιτόρου, προσπαθούν να συνδράμουν σε αυτήν της την έκρηξη, ο καθένας με το δικό του τρόπο.
Ας ξεκινήσω, λοιπόν, τον σχολιασμό απ' την επεξήγηση των εγκωμίων μου προς τον Γιάννο Περλέγκα. Πραγματικά, αξίζει να απορείς πώς ένας άνθρωπος δύναται να απομνημονεύσει τόσες δεκάδες ιατρικούς όρους, περιγραφές εγχειρήσεων, νεκροτομών, φυσιολογίας του εγκεφάλου, του ανθρώπου, των πάντων και ταυτόχρονα να γίνεται πομπός ποικίλων συναισθημάτων ανά την έκταση του έργου, συναισθημάτων διακριτών, ειλικρινών και σίγουρα έντονων. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος στον πρόλογό του «Η ενασχόλησή μου με το συγκεκριμένο έργο ξεκίνησε από την επιθυμία να ακούσει η μητέρα μου, μέσω του έργου, όλα όσα ήθελα να της πω και δε μπορούσα». Το γενικότερο ύφος του κειμένου πηγάζει απ' τη συνειδητοποίηση πως ο απόγονός βρίσκεται σε άμεση συσχέτιση με τον πρόγονό του, δίχως να μπορεί εύκολα να αποδεσμευτεί με κάποιο τρόπο. Στο έργο, δηλαδή, η κόρη και τραγουδίστρια επιδίδεται στην επαναλαμβανόμενη υπόδηση ενός ρόλου που πιθανώς δεν της άρεσε ποτέ και σίγουρα πλέον τον έχει βαρεθεί, προκειμένου να αποφέρει κέρδος στον φτωχό και αλκοολικό πατέρα της που τυχαίνει να είναι και τυφλός. Η συνεχής, αυτή, πίεση αναζήτησης των προς το ζην ωθεί την κοπέλα στα όρια της παράνοιας. Εξάλλου, η ίδια το μόνο που θέλει είναι να πάρει τον πατέρα της και να φύγουν προς τα βουνά, να ζήσουν εκεί, φτωχικά και απομακρυσμένα, μέχρι το τέλος.
Τα κοινωνικά σχόλια του Μπέρνχαρντ παρουσιάζουν ιδιαίτερο πλουραλισμό είτε ως προς τον καλλιτεχνικό χώρο είτε προς τον επιστημονικό είτε ακόμη και τον ενδοοικογενειακό. Το αέναο κυνήγι της επιτυχίας, της δόξας και της υποσχόμενης ουτοπίας που απορρέει εξ αυτών, δε διαφέρουν τόσο από τομέα σε τομέα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο δόκτωρ, ο οποίος, αν και διεθνώς αναγνωρισμένος ως προς τις ιατρικές του ικανότητές και το επιστημονικό του κύρος, εκείνος δεν ξέχασε ποτέ το ενδόμυχο όνειρο του τραγουδιστή όπερας. Γενικότερα, σε ένα ιδιαιτέρως γκροτέσκο παίξιμο, οι τέσσερις ηθοποιοί παρουσιάστηκαν να χλευάζουν με αυτό τον τρόπο τα σημεία ενδιαφέροντος του συγγραφέα, όπως το θέατρο, πλήρως εναρμονισμένοι με τα λόγια που εξέφεραν. Βέβαια, προσωπικά, το πρώτο μέρος με κούρασε αρκετά, ειδικά οι μεγάλες, χρονικά, στιγμές που ο δόκτωρ επιδιδόταν σε μια λεπτομερή ρητορεία περί ιατρικών θεμάτων, με τις αντίστοιχες ορολογίες να φαντάζουν ακατανόητες στο μη γνώστη θεατή. Επίσης, η κλιμάκωση της σκηνικής έντασης άργησε πολύ να έρθει, δικαιολογώντας και την 150 λεπτών διάρκεια του έργου. Επίσης, γενικά, τα διάφορα νοήματα που περιγράφω παραπάνω, δε θα μπορούσα να πω πως προήλθαν από την άμεση κατανόηση των όσων οι ηθοποιοί διατύπωναν, αλλά μέσα από σκέψη και συζήτηση μετά το τέλος της παράστασης, στοιχείο που πολλοί θα το κρίνουν θετικό ορίζοντάς το ως «τροφή για σκέψη», ενώ άλλοι δε θα εμφανιστούν τόσο καλοπροαίρετοι.
Τα σκηνικά του έργου, επιμελημένα απ’ τη Λουκία Χουλιάρα, δημιουργούσαν ένα ιδιόμορφο λαβύρινθο οπτικά, ενώ πιο μεταφορικά θα μπορούσε κανείς να αισθανθεί μία κάποια τάση αγοραφοβίας ή και κλειστοφοβίας, καθώς οι ανισοεπίπεδες ξύλινες κατασκευές δύναται να συμβόλιζαν το ανομοιόμορφο πλήθος κόσμου, θαυμαστές, δημοσιογράφους και παραγωγούς που πίεζαν συνεχώς τη νεαρή πρωταγωνίστρια προκειμένου να συνεχίσει να ανεβαίνει στη σκηνή. Ένα πολύ πρωτότυπο στοιχείο της παράστασης υπήρξε ο φωτισμός, με τον Νίκο Βλασόπουλο να «μην λυπάται» το χρώμα γεμίζοντας τη σκηνή με αποχρώσεις του πράσινου, του μπλε, του κόκκινου και του κίτρινου ανά τακτά χρονικά διαστήματα αξιοποιώντας την τεχνολογία των LED προβολέων. Επιπλέον, ένα μπράβο πρέπει να απονεμηθεί και στους σχεδιαστές των κομμώσεων και του μακιγιάζ, Χρόνη Τζήμο και Εύη Ζαφειροπούλου αντίστοιχα, οι οποίοι έκαναν αξιοπρόσεκτη δουλειά, αν κρίνει κανείς ακόμη και απ’ τις φωτογραφίες της παράστασης.
Συνοψίζοντας, «Ο Αδαής και ο Παράφρων» είναι μια απολαυστική και δύσκολη παράσταση, σάτιρα σε ποικίλα κακώς κείμενα, που αν κανείς είναι γιατρός, όπως υπήρξε ο Τόμας Μπέρνχαρντ, αλλά και ο βραβευμένος, για τη μετάφραση του συγκεκριμένου κειμένου, Γιώργος Δεπάστας, θα την απολαύσει πολύ περισσότερο. Σίγουρα το έργο δεν προσφέρει έντονα συναισθήματα στους θεατές, αλλά αντιθέτως τους επικρίνει και τους ίδιους εντόνως, με το θίασο, τελικά, να τους προσφέρει κι ένα ποτήρι σαμπάνια για να «πάνε κάτω τα φαρμάκια» που άκουσαν. Η δουλειά του Γιάννου Περλέγκα και τα αδιαμφισβήτητα διαπιστευτήριά της καταξιώνουν για μια ακόμη φορά τον ηθοποιό και σκηνοθέτη, ο οποίος, ενστερνιζόμενος το πνεύμα του Μπέρνχαρντ, σημειώνει στο εισαγωγικό του σημείωμα πως «ο «Αδαής» σημαδεύτηκε από την αρχή από μια χρονική αναντιστοιχία: τεράστιος χρόνος επώασης και προετοιμασίας και ελάχιστος χρόνος παρουσίασης, παρά τη μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Μαζί λοιπόν με το πρόβλημα της μη καλλιτεχνικής εκπλήρωσης, είχαμε να διαχειριστούμε και το ψυχολογικό πρόβλημα της μη οικονομικής εκπλήρωσης. Ακόμα συνθλιβόμαστε στις Συμπληγάδες της καλλιτεχνικής μας ενηλικίωσης και της πολιτικής μας απαίτησης να μπορούμε να ζούμε από τη δουλειά μας.».
*Κολορατούρα: Μουσικός όρος που προέρχεται από το λατινικό ρήμα colorare που σημαίνει χρωματίζω. Ο όρος χρησιμοποιείται στη φωνητική και αναφέρεται στο περίτεχνο τραγούδι, ιδιαιτέρως στα πλαίσια της όπερας του 18ου και 19ου αιώνων και πιο συγκεκριμένα σε γρήγορες κλίμακες, τρίλιες και παρόμοια δεξιοτεχνικά περάσματα, που απαντώνται τόσο στην όπερα, όσο και στο ορατόριο, ληντ κλπ.
(Πηγή: Βικιπαιδεία / η ίδια πηγή που χρησιμοποίησε στην αρχή της παράστασης ο Γιάννης Καπελάρης για να μας εξηγήσει τον όρο, όπως κι εκείνος ανέφερε!)
Συντελεστές Παράστασης
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Γιάννος Περλέγκας
Σκηνικά - Κοστούμια: Λουκία Χουλιάρα
Κίνηση: Δήμητρα Ευθυμιοπούλου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βίντεο: Ιάσονας Αρβανιτάκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Μάγδα Καυκούλα
Βοηθός σκηνογράφου: Γεωργία Μπούρα
Σχεδιασμός μακιγιάζ: Εύη Ζαφειροπούλου
Σχεδιασμός κομμώσεων: Χρόνης Τζήμος
Σχεδιασμός ήχου: Δημήτρης Τσούκας, Γιώργος Μιχαλόπουλος
Φωνητική διδασκαλία: Ευαγγελία Καρακατσάνη
Φωτογραφίες παράστασης: Karol Jarek, Ιάσονας Αρβανιτάκης, Γιάννης Πρίφτης
Διανομή:
Βασίλισσα της Νύχτας: Ανθή Ευστρατιάδου
Κυρία Φάργκο/Σερβιτόρος Βίντερ: Γιάννης Καπελέρης
Πατέρας: Χρήστος Μαλάκης
Δόκτωρ: Γιάννος Περλέγκας
Τιμές Εισητηρίων:
Κανονικό | 16€
Senior (άνω των 65) | 14€
Φοιτητικό, κάτω των 22, ανέργων | 12€