Οι Βρετανοί Starsailor είχαν χτίσει σχέσεις με τη Θεσσαλονίκη πολύ πριν την εμφάνισή τους στο Club του Μύλου την περασμένη Πέμπτη. Τη δεκαετία του 2000, κάθε νέο τους single είχε την τιμητική του στα ραδιόφωνα και στα μαγαζιά, στα οποία συνεχίζουν να ακούγονται και σήμερα. Επίσης, ο frontman της μπάντας, James Walsh, κυκλοφορεί τις solo δουλειές του στη θεσσαλονικιώτικη Green Cookie Records.
Κι όμως, τους πήρε 25 χρόνια για να τους απολαύσουμε ζωντανά στην πόλη μας, κάτι και ο ίδιος ο Walsh ανέφερε με κάπως απολογητικό τόνο πάνω στη σκηνή, μπροστά στο κοινό που είχε κατακλύσει το Club, σε μια sold-out συναυλία. Όμως, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η αρχή ήρθε, λοιπόν, με περίπου μισή ώρα καθυστέρηση, λόγω της μεγάλης κοσμοσυρροής. Κατά τις 22:00 οι James Walsh (τραγούδι, ακουστική κιθάρα), Ben Byrne (ντραμς), James Stelfox (μπάσο) και Barry Westhead (πλήκτρα) ανέβηκαν στη σκηνή, μαζί με τον session κιθαρίστα Tony Foster. Εμείς είχαμε καταφέρει να βρούμε ένα μικρό άνοιγμα στον εξώστη, όπου με κάποια άνεση αλλά και κάποια απόσταση παρακολουθήσαμε τα όσα εκτυλίχθηκαν.
Το live ξεκίνησε με το opening track από το τελευταίο τους άλμπουμ “Where The Wild Things Grow”, με τίτλο “Into The Wild”. Το παιχνιδιάρικο εναρκτήριο riff του κομματιού, η «εύθραυστη» χαρακτηριστική φωνή του Walsh, η desert αισθητική με τη φυσαρμόνικα από τον Foster, στη γέφυρα του κομματιού, όλα έχτισαν τη συμπαγή rock αισθητική που «ντύνει» το νέο δίσκο σε πολλές στιγμές.
Μετά από τις λιτές «καλησπέρες» του Walsh, ακολούθησαν δύο από τα πολυαναμενόμενα κομμάτια της συναυλίας, και τα δύο από το επιτυχημένο τους ντεμπούτο “Love Is Here”, το οποίο και είχε το μεγαλύτερο μερίδιο στο setlist της βραδιάς. “Poor Misguided Fool” και “Alcoholic”. Τα απαλά παιξίματα του Westhead και η ακουστική κιθάρα του Walsh ξυπνήσαν πολλές μνήμες και τα πρώτα δυνατά sing-alongs ξεκίνησαν.
Κι αν ο αισθαντικός post-britpop τροβαδούρος που ακούει στο όνομα James Walsh και ο ατμοσφαιρικός πληκτράς Barry Westhead χαρακτηρίζουν σε μεγάλο βαθμό τις μελωδίες που αγαπήσαμε, δεν μπορούμε να μην δώσουμε τα εύσημα και στη ρυθμική βάση του συγκροτήματος. Τα δάχτυλα του James Stelfox κινούταν άοκνα και με λεπτότητα στο μπάσο, δίνοντας την έξτρα διακριτική γκρούβα που χρειάζεται ένα πραγματικά καλό rock συγκρότημα με pop βλέψεις (ή γενικά ένα καλό συγκρότημα, εδώ που τα λέμε). Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το παίξιμο του Ben Byrne, που χωρίς περιττές φιοριτούρες έδινε στα κομμάτια το ρυθμό που τους αναλογούσε, με κατάλληλες δυναμικές και γεμίσματα.
Από το ντεμπούτο των Βρετανών ακούσαμε και τα “Fever”, “Way To Fall”, "Lullaby, “Tie Up My Hands” και “Good Souls” —αυτό το τελευταίο στο encore, όπου η μπάντα προσπάθησε με χαριτωμένη αδεξιότητα να ευχηθεί χρόνια πολλά για τα γενέθλια του promoter, Χρήστου Παπαναντσίδη!
Τα περσινά 20χρονα του “Silence Is Easy” τα τίμησαν μόνο με το ομώνυμο κομμάτι και το εμβληματικό “Four To The Floor” (μας έλειψε αρκετά και το “Shark Food”). Από το “All The Plans” του 2009 είχαμε μόνο το ραδιοφωνικό “Tell Me It’s Not Over” και από το “All This Life” του 2017 μόνο το “Best Of Me”, με τον Stelfox να παίζει σε δύο συνθεσάιζερ ταυτόχρονα και με τα δύο του χέρια. Έγινε, λοιπόν, μία προσεκτική επιλογή από επιτυχίες των ενδιάμεσων άλμπουμ, ώστε ο περισσότερος χώρος να δοθεί στο πετυχημένο ντεμπούτο και στο νεό άλμπουμ, για την προώθηση του οποίου γίνεται και το τουρ.
Στο encore, εκτός από το “Good Souls” μάς συνόδεψε και το καινούργιο “Heavyweight”, για να κλείσει η βραδιά όπως ξεκίνησε: με μετριοφροσύνη και ευγνωμοσύνη από τη μεριά των Starsailor, και ενθουσιασμό από τη μεριά των θεατών. Σιγά-σιγά η αίθουσα άρχισε να αδειάζει. Διέκρινα τη νοσταλγία στα πρόσωπα των ανθρώπων με τους οποίους κατευθυνόμουν προς την είσοδο. Και μαντεύω ότι πολλά παλιά CD θα ξεθαφτηκαν εκείνο το βράδυ.